Μενού
Ελενίτσα...''Πατατίτσες τηγανιτές...θέλω πατατίτσες τηγανιτές''

 Μας την έφεραν στο νοσοκομείο ένα πρωί που έκανε φοβερό κρύο, εκείνο τον αξέχαστο και καταραμένο χειμώνα του 42

Ένας πολισμάνος την βρήκε μαζί με τον αδερφό της. Αγκαλιασμένα και τα δυο σε μια γωνιά, προσπαθούσαν να ζεσταθούν, με το ξεροβόρι της Αθήνας να ξεπαγιάζει και τον πιο καλοντυμένο διαβάτη.

"Συσίτιο, Πειραιάς 1942-43", μουσείο Μπενάκη

 Αχ, αυτή η Ομόνοια. Η πλατεία που ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος ξέβραζε εκείνο το χειμώνα από τον Πειραιά και τους συνοικισμούς του, έναν κόσμο κολάσεως, έναν κόσμο ανθρώπων πειναλέων, σκελετωμένων, με μάτια έξαλλα, που μόλις έφταναν στην Αθήνα τρέχαν αμέσως στους ντενεκέδες των σκουπιδιών για να φάνε.

Κρατήσαμε το κορίτσι. Το αγόρι δε χώραγε.

- Θα έρχεσαι να την βλέπεις κάθε απόγευμα, του είπε η προϊσταμένη. Μην κλαις.

-Κρατήστε με κι εμένα, ικέτευσε εκείνο και προϊσταμένη για να μην κλάψει κι αυτή, έμπηξε τις φωνές.

-Σου είπα, φώναξε δυνατά, δεν έχουμε θέση.

Έφυγε το αγόρι.

Έμεινε λοιπόν η Ελενίτσα με το διάφανο προσωπάκι. Μόλις ζεστάθηκε άνοιξε τα ματάκια της.

-Τι θέλεις πουλί μου, της λέει η προϊσταμένη. Πες μου και μη φοβάσαι.

Η Ελενίτσα μας κοίταζε.

-Τι θέλεις μικρό μου την ξαναρώτησε η προϊσταμένη. Πες μου.

Μια φωνίτσα τότε απαλή σαν αχνός είπε δειλά:

-Θέλω….θέλω πατατίτσες τηγανιτές και το προσωπάκι της πήρε έξαφνα μια έκφραση χαρούμενη και μαζί λίγο σαν πονηρούτσικη.

-Πατατίτσες τηγανιτές, ξαναείπε και κοίταξε με τα ματάκια της γιομάτα εμπιστοσύνη την προϊσταμένη που είχε ταραχτεί.

-Πατατίτσες τηγανιτές, είπε κι αυτή και ξαναθυμήθηκε άξαφνα πως στον κόσμο υπήρχαν κάπου πατατίτσες τηγανιτές. Και πού να βρεθεί τέτοια πολυτέλεια; Πατάτες μέσα σε νοσοκομείο όπως η Ριζάρειος; Εδώ εμείς έχουμε ότι μας έδινε ο Ερυθρός Σταυρός. Φασόλια και πάλι φασόλια και χόρτα. Γάλα περιμέναμε να μας στείλουν από την Ελβετία, μα πατάτα που να βρεθεί; Κι όμως η Ελενίτσα ήθελε και καλά πατατίτσες τηγανιτές.

Όταν της φέραμε να πιει φασουλόζουμο, δεν το ήθελε. Της είχαν  για τα καλά κολλήσει οι πατατίτσες οι τηγανιτές.  Σαν ήρθε ο γιατρός, είχε τα νεύρα του και δεν είχε όρεξη για κουβέντες γιατί είχαν λέει πολλά παιδιά πεθάνει χθες και σήμερα στο νοσοκομείο κι αυτός τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για να μην πεθάνουνε. Ούτε φάρμακα, ούτε γάλα, ούτε τίποτα υπήρχε.

 -Τι χρειαζόμαστε λοιπόν εδώ μέσα οι μισοί γιατροί, είπε με απελπισία στην προϊσταμένη. Του δείξαμε την Ελενίτσα και του είπαμε για τις πατατίτσες που ζητούσε. Μας έβαλε μπροστά.

 -Μα και πατάτες αν είχατε, δεν έπρεπε να τις δώσετε ευθύς το παιδί να τις φάει. Θα πάθει δυσεντερία τώρα όλα έτσι θα θερίζει. Γάλα δεν το καταλάβατε; Γάλα πρέπει να βρούμε να πιει του το παιδί όπως και όλα τα παιδιά για να σωθούν. Δεν το καταλάβατε ακόμα, μας έκανε θυμωμένος.

Ο γιατρός πριν φύγει από το θάλαμο,πήγε κοντά στο κρεβατάκι της Ελενίτσας και με γλυκό τρόπο της είπε:

-Άμα γίνεις καλά μικρούλα μου θα φας πατάτες, όχι τώρα.

Η Ελενίτσα δε μίλησε. Κοίταξε τον γιατρό, κοίταξε κι εμάς και σώπασε. Οι μέρες περνούν με την Ελενίτσα να ζητάει πατατίτσες τηγανιτές.

Πολύ σύντομα η Ελενίτσα άρχισε να καίει από τον πυρετό και να παραμιλάει. Το βράδυ περνάει ο γιατρός. Έμοιαζε να έχει γεράσει πολύ όλο το χειμώνα με τόσους άρρωστους που είχε δει μικρούς και μεγάλους να πεθαίνουν. Τόσα μάτια παιδιών τον είχαν κοιτάξει δίχως να μπορεί να τους προσφέρει καμιά βοήθεια.

-Λοιπόν, η Ελενίτσα μας, τον ρώτησα πηγαίνοντας κοντά του.

Κούνησε το κεφάλι του.

Αν εξακολουθήσει έτσι ο πυρετός και η δυσεντερία είπε και αμέσως παίρνοντας ύφος αγανακτισμένο πρόσθεσε:

-Τι; Με φασουλόζουμο θα γιατρευτεί το παιδί;

Ό,τι κάνει η φύση.

Η προϊσταμένη όταν μπήκε το άλλο απόγευμα στο θάλαμο των παιδιών πήγε κατευθείαν στην Ελενίτσα.

Όλοι την αγαπούσαμε την Ελενίτσα. Ούτε έκλαιγε, ούτε φώναζε σαν τα άλλα παιδιά. Σαν περνούσαμε από κει όλο μας χαμογελούσε. Σαν μανία μόνο της είχε κολλήσει και όταν ακόμα παραμιλούσε έλεγε:

-Θέλω πατατίτσες! πατατίτσες τηγανιτές. Και το έλεγε με μια παιδιάστικη επιμονή αρρώστου παιδιού.

Το άλλο πρωί σαν πέρασε ο γιατρός και την είδε κατσούφιασε. Έμεινε σκεφτικός και ύστερα με το χέρι του χάιδεψε τις καστανές μπουκλίτσες της Ελενίτσας και μας είπε θλιμμένος:

-Δώστε της, τελοσπάντων να φάει πατατίτσες, να πάει ευχαριστημένο το παιδί.

-Α… έκανε η προϊσταμένη κουνώντας το κεφάλι. Ώστε δεν υπάρχει πια καμία ελπίδα και αμέσως γύρισε και φώναξε σε μας τις νοσοκόμες που καθόμαστε και την κοιτάζαμε:

 -Γρήγορα να μου βρείτε μία δυο πατάτες! Τι με κοιτάτε έτσι; Να τρέξετε να μου οικονομήσετε καμιά πατάτα να δώσουμε στο παιδί. Είχαμε μείνει άναυδοι. Τι να της πούμε; Πως είχε τρελαθεί ; ‘Ετρωγε κανένας μας πατάτες; Είχαμε εμείς μισή πατάτα στα σπίτια μας; Μονάχα οι πολύ πλούσιοι.

Η προϊσταμένη ήταν μία γυναίκα ενεργητική που δε δίστασε ποτέ μπροστά σε καμιά δυσκολία. Είχε κιόλας βρει κάτι με το νου της. Μας είπε:

-Να πάει μια απο σας γρήγορα στο μέγαρο απέναντι. Ξέρω την κυρία που κάθεται εκεί. Θα χτυπήσετε την πόρτα δυνατά ωσότου να σας ανοίξουν και θα πείτε στον υπηρέτη ότι η προϊσταμένη εδώ του νοσοκομείου σας έστειλε και είναι ανάγκη να δείτε την ίδια την κυρία. Θα τα πείτε όλα όπως είναι.

Έτρεξα εγώ στο μέγαρο. Χτύπησα την Πόρτα. Ο υπηρέτης φώναξε την οικοδέσποινα. Της είπα τι συνέβαινε.

-Ευχαρίστως, μου είπε. Δεν έχω πολλές πατάτες. Μπορώ όμως να σας δώσω μια οκά για τους αρρώστους. Τις πήρα, είπα ευχαριστώ και έφυγα τρέχοντας για το νοσοκομείο. Συναγερμός στην κουζίνα. Η είδηση ότι φέρανε πατάτες πετούσε από στόμα σε στόμα. Η Ελενίτσα εν τω μεταξύ όλο και χειροτέρευε. Δεν μπορούσε πια ούτε τα ματάκια να κρατήσει ανοιχτά. Το χειλάκι της άσπριζε και κρύωνε. Περνάω από το κρεβάτι της και τη φωνάζω:

- Ελενίτσα! Γυρίζει με κοιτάει και χαμογελά.

- Θα σου φέρουνε, της λέω, πατατίτσες τηγανιτές.

 ‘Ερχεται η προϊσταμένη, της χαϊδεύει τα μαλλιά και την κοιτάει.

Η Ελενίτσα της χαμογελά. Θεέ μου, τι χαμόγελο έχει το παιδί. Τι χαμόγελο είναι αυτό; Ράισε όλων μας την καρδιά. Κάποια στιγμή ήρθανε οι πατατίτσες με ένα πιάτο. ‘Ομορφες, ροδοκόκκινες, καλοτηγανισμένες. Πόσα ζευγάρια ματάκια άλλων παιδιών από τα κρεβάτια τους κοίταζαν…Μα η προϊσταμένη λέει δυνατά:

- Όχι, είπα είναι μόνο για την Ελενίτσα και σκύβει πάνω από το κοριτσάκι. Της λέει:

- Ελενίτσα, να οΙ πατατίτσες σου. Είναι δικές σου! Τις φέρανε!

 ‘Ανοιξε τα μάτια το κοριτσάκι. Α! έκανε και χαμογέλασε και μια λάμψη χαράς πέρασε πριν σβήσουν αυτά τα ματάκια κι έκανε να χαμογελάσει. Και να! Σηκώθηκε κομμάτι στο κρεβάτι και άπλωσε  το χεράκι της κι άρπαξε πατατίτσες… αλλά αχ! το κεφαλάκι ξαφνικά έγειρε προς τα πίσω πιο άσπρο από το πανί. Τα χειλάκια γίνανε ευθύς μαβιά και μεγάλοι κύκλοι μαύροι φάνηκαν κάτω από τα μάτια.

-Ελενίτσα! Ελενίτσα, της φωνάζει προϊσταμένη. Λιγοθύμησε η Ελενίτσα. Τρέξαμε οι δυο νοσοκόμες που είμαστε και κοντά στο κρεβάτι του παιδιού και είδαμε ένα χεράκι πάνω στο σεντόνι να κρατά σφιχτά σφιχτά τις τηγανιτές πατάτες. Δεν ήθελε να τις παρατήσει. Ανάσαινε βαθιά και η αγωνία ήταν σύντομη, μα πάντα βάσταγε τις πατατίτσες τις τηγανιτές. Δεν είχε προφτάσει ούτε στο στόμα να τΙς βάλει Ελενίτσα. Με δυσκολία μεγάλη η προϊσταμένη άνοιξε το χεράκι που κρατούσε της πατατίτσες για να μην παρουσιαστεί έτσι μπροστά στον Θεό και λυπηθεί κι εκείνος και πει:

 ‘Ανθρωποι τρελλοί. Εγώ απ’ όλα τα καλά σας έδωσα στη γη και όμως εσείς αφήσατε την τελευταία στιγμή για να δώσετε στην Ελενίτσα λιγάκι φαΐ. Τα σταύρωσε λοιπόν τα χεράκια η Προϊσταμένη, για να Παρουσιαστεί έτσι, χωρίς πατατίτσες μπροστά Του την Ελενίτσα. Με αδειανά και σταυρωμένα χεράκια. Στον Θεό, που καλούσε τα φτωχά παιδιά κοντά Του, για να τα βγάλει από την κόλαση της ζωής.

                     Χειμώνας 1942

περίληψη του κεφ. με τίτλο  «Ελενίτσα», από το βιβλίο

 «Η κόλαση των παιδιών», της Λιλίκα Νάκου από τις εκδ. ΕΣΤΙΑ

Αληθινές ιστορίες που συγκλονίζουν, παρμένες από τα σκληρά χρόνια της Κατοχής

φωτ.εξωφύλλου: Πορτραίτο κοριτσιού. Δίστομο, 1945, της Βούλας Παπαϊωάννου © Μουσείο Μπενάκη – Φωτογραφικά Αρχεία