Μενού
Συμπεριφερθήκαμε ανάξια και...ντροπιαστήκαμε

Αθήνα 2021 

«Ξυπνώ τις νύχτες πνιγμένη στο κλάμα και ποτέ δεν θα συγχωρήσω τον εαυτό μου, που τον άφησα κι έφυγε έτσι...», λέει η Ματούλα απαρηγόρητη για το φευγιό του αντρός της... που δεν συντρόφεψε στην αρρώστια του,που δε νεκρόντυσε, ούτε νεκροστόλισε. Και δεν είναι μόνο η Ματούλα που δεν θα συγχωρήσει τον εαυτό της. Είμαστε κι εμείς,οι άλλοι, που αναρωτιόμαστε με πόνο...πώς αφήσαμε και έγινε αυτό; Κι Αντιγόνη σιώπησε και το κεφάλι έσκυψε και υποτάχτηκε σε άνομους νόμους, χειρότερους και από αυτούς, του Κρέοντα τους νόμους. Ανομήσαμε, αμαρτήσαμε...Δεν έχει λύτρωση και παρηγοριά, ετούτη η τραγωδία. Έχει μόνο οδύνη ατελείωτη και στεναγμό ατέρμονο να βαραίνει τις ψυχές μας για ετούτες τις πράξεις τις ανίερες, τις αισχρές, τις βέβηλες και τις ακόλαστες. 'Ολοι σιωπήσαμε και ανομήσαμε...

Ανοίγω «την Μετανάστρια» που γράφτηκε από τον Παπαδιαμάντη το 1879. Το κεφάλαιο έχει ως τίτλο:

'Αψαλτοι, γυμνοί και άταφοι

Μασσαλία 1720

«Είναι η χρονιά της φοβερής, βουβωνικής πανώλης κι η Μασσαλία σαλεύει μεταξύ πτωμάτων ανδρών και γυναικών. Ο τρόμος, η φρίκη και ο θάνατος εξουσιάζουν την πόλη. Ο Έλληνας πλοίαρχος, που έχει έρθει για να παραλάβει όσους ο Χάρος έχει αφήσει ζωντανούς, μπαίνει σε ένα σπίτι και βλέπει τη Μαρίνα, μια όμορφη νεαρά Ελληνίδα, γονατιστή δίπλα στους νεκρούς γονιούς της. Τους έχει κλείσει τα μάτια και τους έχει σαβανώσει.

« Πάμε κόρη μου», της λέει και την τραβάει απαλά από το μπράτσο.

«Αλλά ξεχνάς ότι πρέπει πρώτα να θάψω τους γονείς μου;» λέει εκείνη. Και δεν φοβάται μην κολλήσει... Η αντίσταση της κόρης κάμει τον καπετάνιο και υποχωρεί και βάζει το χρέος του ανθρώπου πάνω κι από τη ζωή του. Κι όταν με τα πολλά τα σώματα αυτών που αγάπησε η Μαρίνα, πέφτουν στη γη ...πέφτει κι εκείνη,η ορφανή, απάνω τους με σπαραγμό και οδύνη κι αγκαλιάζει και φιλά τα κρύα λείψανα για τελευταία φορά. Ο πλοίαρχος τραβά την κοπέλα προς το μέρος του. Κάνει τον σταυρό του και σκύβοντας ρίχνει χώμα στον τάφο λέγοντας:

«Ο Θεός να σας αναπάψει, αγαπητοί μου».

Ο τάφος έχει ήδη καλυφθεί με χώματα και η κοπέλα δεν αποφασίζει ακόμη να απομακρυνθεί...»

 Σκιάθος, 1865

 Με το διήγημα "Βαρδιάνος στα σπόρκα", που γράφτηκε το 1893, ο Παπαδιαμάντης ετούτη τη φορά μας μεταφέρει στη Σκιάθο του 1865. Όλος ο τότε γνωστός κόσμος, πλήττεται από τη χολέρα. Ο Παπαδιαμάντης που είναι 14 χρόνων, περιγράφει αργότερα με μια πένα ευχάριστη, απολαυστική και πάντα ωφέλιμη, τις έντονες αναμνήσεις του από τα χρόνια της χολέρας. Η ιστορία έχει ως τίτλο ‘’Βαρδιάνος(φύλακας), εις τα σπόρκα (μολυσμένα από τη χολέρα καράβια)’’. Η κεντρική ηρωίδα του Ππαδιαμάντη είναι για άλλη μια φορά γυναίκα και μάνα.  Η γρια-Σκεύω, μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος στα σπόρκα για να δη και να περιποιηθή τον μοναχογιό της που τον έχει προσβάλει η αρρώστια και βρίσκεται σε καραντίνα μέσα στο πλοίο, το οποίο έχει προσαράξει στον Τσουγκριά, το νησάκι απέναντι από την Σκιάθο. Η  θειά-Σκεύω καταφέρνει να φτάσει στον γιο της ξεπερνώντας πολλά εμπόδια και να τον πάρει από το καράβι, ανάμεσα από τους άλλους που πάσχουν βαριά. Και εδώ ο Παπαδιαμάντης απογειώνει την προσωπικότητα της μάνας. Δεν φοβάται η Σκεύω, μη και την πιάσουν, δε φοβάται μην και κολλήσει και πεθάνει. Η τέλεια ενσάρκωση της αυτοθυσίας. Τρυπώνει στο καράβι, χώνεται ανάμεσα σε όλους αυτούς που είναι βαριά άρρωστοι και παίρνει το παιδί της. Και τώρα; Κάπου πρέπει να τον βάλει και να τον περιθάλψει με τη μητρική της φροντίδα και στοργή. Τότε  είναι που παρουσιάζεται ο μοναχός Νικόδημος. 'Ενας απλός ασκητής που στην πρώτη γνωριμία μαζί του, ο Παπαδιαμάντης όπως πάντα, δεν μας αφήνει να καταλάβουμε πολλά και ίσως μας ωθεί να τον υποτιμήσουμε κιόλας, αφού τον παρουσιάζει να μεριμνά και να τυρβάζει, για να μας εκπλήξει στη συνέχεια με το ήθος του,την γενναιότητά της ψυχής του και την έμπρακτη φιλανθρωπία του και ακτημοσύνη που επιτάσσει η καλογερική του υπόσχεση στον Θεό, καθώς συναντά τη θεια-Σκεύω: 

 [...] λήθεια, πς εναι  γυιός σου; Δν τν βγαλες ξου;

Επε  γιατρς ν τν βγάλω.

Κα πο θ κάμετε κονάκι;

Δ ξέρω.  Στς μπαράκες, πο φτιάνει  μαστρο-Στάθης.

– λήθεια, ξέχασα ν πμένα τ κελλ δν μο χρειάζεται. Κα οτε τ ξουσιάζω κιόλα. χουν τ δικαίωμα ν μο τ πάρουν. γ φεύγωχε γειά

λαβε τν δέσμην τν ράσων του, τν βαλεν ες τν τορβάνκρέμασε τν τορβν περ τν μασχάληνλαβε τν ψηλν κυρτν ράβδον τουκαμε τρς τ σημεον το Σταυρο κα νεχώρησε.[...]

«H παραμυθία του Παπαδιαμάντη», από τον Γεώργιο Κόρδη

"Η Παραμυθία" του Παπαδιαμάντη, από τον Γιώργο Κόρδη

Ο Σοφοκλής 2500 χρόνια πίσω, παρουσιάζει την Αντιγόνη να  απαντά στα σκληρές απαγορεύσεις του Κρέοντα για την ταφή του αδελφού της Πολυνείκη, με τούτα εδώ τα λόγια:

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ο Δίας όμως δε μου τ' απαγόρεψε, ούτε η Δικαιοσύνη του Κάτω Κόσμου όρισε τέτοιους νόμους για τους ανθρώπους. Κι ούτε πιστεύω ότι οι διαταγές ενός θνητού να είναι πιο πάνω από τους άγραφους και αλάθευτους αιώνιους νόμους του ουρανού. Γιατί όχι μονάχα σήμερα ή χτες αλλά από πάντα υπάρχουν, δεν ξέρουμ' από πότε. Απ' τους θεούς εγώ δε θα τιμωρηθώ γιατί φοβήθηκα έναν θνητό.
Το ότι θα πεθάνω το ήξερα πολύ καλά, (πως μπορούσε να γίνει άλλωστε αλλιώς) πριν απ' τις προσταγές σου. Κι αφού είναι να πεθάνω, θα 'χω κέρδος να πάω μια ώρα γρηγορότερα. Για όποιον ζει με τα δικά μου βάσανα όπως εγώ, καλύτερος είναι ο θάνατος. Μια τέτοια τύχη δε μου κακοφαίνεται. Αλλ' άμα το νεκρό, αυτόν που μας γέννησε η ίδια μάνα, τον παράταγα άθαφτο, θα πονούσα. Για τ' άλλα δε λυπάμαι πια. Κι αν μ' ό,τι κάνω, εσύ με παίρνεις για τρελή κατά κάποιον τρόπο την τρέλα τη χρωστάω σ' έναν τρελό.

Η Άννα Συνοδινού στην τραγωδία Αντιγόνη του Σοφοκλή με το Εθνικό θέατρο, Επίδαυρος 1956....
Φωτογράφος Δημήτρης Χαρισιάδης.
Αρχείο Μουσείο Μπενάκη.

 

  Και ο προβληματισμός δεν έχει τελειωμό.

Ο Άγιος Διονύσιος, επίσκοπος Αλεξανδρείας, ο οποίος σύμφωνα με τον Μέγα Αθανάσιο, διακρινόταν για την άρτια θεολογική του κατάρτιση και τη σημαντική αντιμετώπιση των κυριοτέρων εκκλησιαστικών ζητημάτων που είχαν προκύψει στην τοπική εκκλησία, σε μια επιστολή του προς τους χριστιανούς,  γράφει για τον λοιμό του 260 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια:

«Οι περισσότεροι λοιπόν από τους αδελφούς μας από πολύ μεγάλη και αδερφική αγάπη, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο και χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες για τον εαυτό τους, έκαναν επισκέψεις στους άρρωστους, τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν «εν Χριστώ» και πέθαιναν πολύ ευχαρίστως μαζί τους, αφού προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση από την επαφή τους με τους άλλους, κολλούσαν την αρρώστια από τους πλησίον και, με τη θέλησή τους, δοκίμαζαν τους πόνους. Και πολλοί, αφού περιποιήθηκαν τους άλλους στην αρρώστια τους και τούς έδωσαν δύναμη, οι ίδιοι πέθαιναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο το θάνατο εκείνων στους εαυτούς τους. Οι άριστοι λοιπόν από τους αδελφούς μας και μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί με αυτό τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι πολύ, έτσι ώστε και αυτό το είδος του θανάτου, που ήταν αποτέλεσμα μεγάλης ευσέβειας και δυνατής πίστεως, να μη φαίνεται καθόλου ότι είναι κατώτερο από το μαρτύριο. Και αφού με απλωμένα χέρια σήκωναν τα σώματα των άγιων στην αγκαλιά τους, και τους έκλειναν τα μάτια και τα στόματα και τούς μετέφεραν πάνω στους ώμους, και τούς σαβάνωναν και τους έλουζαν και τους στόλιζαν με τη νεκρική στολή, μετά από λίγο χρόνο, το ίδιο γινόταν και σ’ αυτούς, γιατί, πάντοτε εκείνοι που απέμεναν στη ζωή, ακολουθούσαν στο θάνατο αυτούς που πέθαναν προηγουμένως. Οι ειδωλολάτρες όμως έκαναν τελείως τα αντίθετα· έδιωχναν ακόμη και εκείνους που μόλις άρχιζαν να αρρωσταίνουν, και απέφευγαν τους αγαπημένους τους και τους πετούσαν στους δρόμους μισοπεθαμένους, και τους νεκρούς τους έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην προσπάθεια τους να μην τους πλησιάσει ο θάνατος, πράγμα που δεν ήταν εύκολο να αποφύγουν, παρ’ όλο ότι μηχανεύονταν πολλά».

Στο σήμερα ξαναγυρνώ και τον φτωχό τον εαυτό μου, τον ρωτώ...

 Κι εμείς σε τούτο το κακό που ήρθε και μας βρήκε, πώς το αφήσαμε και έγινε αυτό και δεν δώσαμε αγάπη, ούτε στους ζωντανούς μας, ούτε και στους νεκρούς μας;

Πώς την προδώσαμε τη φύτρα μας, πώς την πίστη μας την αλλάξαμε και τις ρίζες μας μασουλάμε σαν τα τρωκτικά; 

Ανομήσαμε...Αμαρτήσαμε...Κύριε, ασεβήσαμε. Λησμονήσαμε τις εντολές σου και πορευθήκαμε σύμφωνα με τη δική μας, τη φτωχή την σκέψη.

Συμπεριφερθήκαμε ανάξια και...ντροπιαστήκαμε. Συγχώρεσέ μας.

(first photo by Luis Galvez on Unsplash)