Μενού
'Η εικόνα της του Χριστού Γεννήσεως'', ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΗΣ

Πόσες άραγε λέξεις μπορούν να πυκνώσουν και να κρυφτούν ή να αποκαλυφθούν σε μια εικόνα; Μια, ίσως δύο, ίσως πολλές. Αυτό κανείς δεν το μαθαίνει, αφού η ανάγνωση μιας εικόνας  είναι αστείρευτη και ατέλειωτη ειδικά όταν πρόκειται για μια εικόνα του Βυζαντινού τρόπου. Κι ετούτο γιατί στον τρόπο αυτό όλα είναι οργανωμένα αλλιώς. Είναι δομημένα ώστε να ομιλούν, να διαλέγονται με την αίσθηση του θεατή και να μαρτυρούν. Για την αλήθεια, για μέλλοντα, για υποσχέσεις και οράματα ανείπωτης και άδολης χαράς.

Όσα παρουσιάζονται σε μιαν εικόνα βυζαντινή είναι μια αλλιώτικη δομή, που κομίζει μαρτυρία ενός κόσμου που είναι εδώ κι εκεί μαζί, που είναι τώρα και παντού. Μια εικόνα βυζαντινή είναι ανακεφαλαίωση του χρόνου και μια αγκαλιά που απλώνεται και κλείνει ή ελευθερώνει τον χώρο όλο.

Όλα τούτα βρίσκουν έκφραση, τέλεια σχεδόν, στην εικόνα της του Χριστού Γεννήσεως, μια πολύ σύνθετη εικόνα, που έρχεται να ομιλήσει για το σπουδαιότερο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας, τουλάχιστον για τους χριστιανούς: για την Γέννηση του Θεανθρώπου, για την ενσάρκωση του Υιού του Θεού, για τον ερχομό του Θεού του ίδιου στον κόσμο, όχι ως απλού επισκέπτη ή κομιστή αγγελιοφόρου μιας καλής είδησης, αλλά ως ενός κανονικού και πλήρους ανθρώπου που γεννήθηκε από γυναίκα εν τόπῳ και χρόνω, στην Βηθλεέμ, στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου.

Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία ενός ζωγράφου· να ομιλήσει δηλαδή για πράγματα ορατά και αόρατα αποκλειστικά με εικαστικά μέσα, με τα σχήματα με τα  χρώματα και τις σχέσεις τους.

Δύσκολο εγχείρημα. Πώς να χωρέσει μέσα στα σχήματα αυτά ένα τόσο μεγάλο μυστήριο; Πώς να γίνει οπτικό γεγονός το ότι το παιδί που γεννιέται είναι Θεός και άνθρωπος, το ότι δεν έχει κατά σάρκα πατέρα και το ότι είναι ο πνευματικός βασιλέας που θα σώσει τον άνθρωπο από την εξορία, όπου ο ίδιος έβαλε τον εαυτό του, επιλέγοντας την στερητική μοναξιά του εγωισμού;

Όλα ετούτα δεν περιγράφονται, γιατί ο Θεός δεν ορίζεται με σχήματα ούτε με λέξεις ούτε με άλλο μέσο, ούτε μπορεί να κλειστεί σε μορφή το είδος της σωτηρίας που φέρνει ο Θεός στον κόσμο. Κι ετούτο το ξέρουν οι ζωγράφοι μαΐστορες του Βυζαντίου. Αυτά είναι ξεκάθαρα από την εποχή της εικονομαχίας, όταν αποσαφηνίστηκε τι είναι η εικόνα παντός εικονιζομένου, τι εικονίζεται και τι όχι, και πώς λειτουργεί η εικόνα. Έτσι, αποκλείουν την απόπειρα να περιγράψουν τον Θεό ή αφηρημένες έννοιες και θεολογικές ιδέες.

Με τον ρεαλισμό και τη συμπυκνωμένη σοφία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού  λοιπόν, καταφεύγουν  σε κώδικες  της εποχής τους, όχι για να περιγράψουν αλλά για να σημάνουν, για να δείξουν μερικώς, ως εν εσόπτρῳ, όσα οφείλει η εικόνα να δηλώσει και στον πιστό και στον άπιστο θεατή που θα την αντικρίσει.

Η εικόνα της Γέννησης του Χριστού ξεκινά με μια αφαίρεση γεμάτη νόημα και σημασία. Όλη η σκηνή μεταφέρεται σε ένα τοπίο ερημικό, και μάλιστα σε ένα βραχώδες σύμπλεγμα όπου κυριαρχεί ένα σπήλαιο. Η αφαίρεση αυτή γίνεται για να τονιστεί πως το παιδί που γεννιέται, έρχεται στη γη την ίδια κι όχι σε ένα συγκεκριμένο τόπο που έχει διακεκριμένα χαρακτηριστικά. Γεννιέται απλώς επάνω στη γη, που είναι όμως γεμάτη από παρουσίες: Άγγελοι, βοσκοί που βόσκουν τα ποίμνια τους και παίζουν τις φλογέρες τους, Μάγοι, ανατολίτες βασιλείς, οδηγημένοι από υπέρλαμπρο  αστέρι, που έρχονται να αποτίσουν φόρο τιμής στον νεογέννητο  βασιλέα, θεραπαινίδες που ετοιμάζονται να δώσουν  στο βρέφος τη χαρά της πρώτης του επαφής με το ζωογόνο ύδωρ -που δεν το έχει ανάγκη,  και κυρίως η Θεοτόκος που στέκεται δίπλα στην φάτνη με το νεογέννητο και ο μνήστωρ Ιωσήφ που παρίσταται με τον τρόπο του, παράπλευρα.

Αυτή είναι όλη η  παράσταση που συντίθεται εμπρός στα μάτια μας και διακηρύσσει πως ένας Θεός γεννιέται με τρόπο παράδοξο και μυστηριακό, ένας Θεός που θα σώσει τον κόσμο όλο.

Η μεγάλη δυσκολία των ζωγράφων ήταν να δείξουν πως το παιδί που γεννήθηκε από μητέρα γυναίκα δεν είναι ένας κοινός θνητός, αλλά κάτι άλλο που σχετίζεται με τον Θεό. Έπρεπε να δείξουν πως έρχεται από τον Θεό και δεν έχει κατά σάρκα πατέρα. Χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαν να μεταφέρουν οπτικά το νόημα του Ευαγγελίου, και θα κινδύνευαν να πέσουν σε Νεστοριανική αίρεση. Προκειμένου λοιπόν να δείξουν αυτή την αλήθεια, κατέφυγαν σε εικαστικούς κώδικες καθιερωμένους στην αρχαία τέχνη και διατηρημένους, καθώς φαίνεται, και στο Βυζάντιο. Όπως συνηθιζόταν παλιά στις γεννήσεις ημιθέων και αρχαίων θεών, ο πατέρας του νεογέννητου να εικονίζεται σε απόσταση από την σκηνή της γέννησης, και μάλιστα σε στάση αποστροφής προς το γεγονός, έτσι και στην σκηνή της Γέννησης του Χριστού, ο μνήστωρ Ιωσήφ ζωγραφίζεται πάντα παραδίπλα, με στραμμένη την πλάτη του ή σκεφτικός να συνομιλεί με βοσκό (στον οποίο κάποιοι βλέπουν τον διάβολο που σπέρνει στον άγιο αυτόν άνθρωπο λογισμούς πονηρούς). Όπως κι αν έχει όμως, το σημαντικό είναι πως με την σύνθεση αυτή των προσώπων οι ζωγράφοι έδειξαν πως το νεογέννητο παιδί δεν έχει κατά σάρκα πατέρα αλλά μονάχα μητέρα και συνεπώς έρχεται από τον Θεό.

Αλλά και με άλλο τρόπο οι ζωγράφοι επιχείρησαν και πέτυχαν να δείξουν το παράδοξο του τόκου και συνεπώς έμμεσα να βεβαιώσουν πως το νεογέννητο είναι εκ Θεού κι όχι κοινός άνθρωπος: Απομάκρυναν από τη Θεοτόκο τις, καθιερωμένες σε όλες τις παραστάσεις γεννήσεων του αρχαίου κόσμου, θεραπαινίδες που παρίστανται και βοηθούν την λεχώνα γυναίκα.

Στην Γέννηση του Χριστού η Θεοτόκος, συνήθως ανακεκλιμένη κι όχι εξουθενωμένη από τον τοκετό, δεν μοιάζει να χρήζει βοηθείας, και  αυτό διότι ο τόκος της ήταν, σύμφωνα με την παράδοση και την πίστη της Εκκλησίας, αλόχευτος και ανώδυνος. Όπως κι αν έχει πάντως, με τα εικαστικά αυτά ευρήματα οι ζωγράφοι έδειξαν εμμέσως πως το νεογέννητο είναι εκ Θεού και όχι απλώς γέννημα ανθρώπων.

Αλλά και η προσκύνηση των Μάγων σοφών της Ανατολής ανάλογα πράγματα δηλώνει. Είναι μια έμμεση αναγνώριση πως το παιδί που γεννήθηκε με τρόπο παράδοξο είναι ο αναμενόμενος μεσσίας, ο σωτήρας που περίμενε ο Ισραήλ, αυτός που θα σώσει το γένος των ανθρώπων. Προς τούτο και η πρώτη αναγνώριση της βασιλικής του ιδιότητας και του μεσσιανικού του ρόλου έρχεται έξωθεν, από αλλοεθνείς κι όχι από την φυλή του.

Πέρα όμως από τα θεολογικά μηνύματα που κομίζει η εικόνα της Γέννησης του Χριστού φέρνει και άλλα μηνύματα στους ανθρώπους. Όχι νοήματα και ιδέες, αλλά ποιότητες, που αφορούν τις αισθήσεις και αναφέρονται στην κατάσταση της καρδιάς.

Όπως είναι φτιαγμένη η εικόνα, όπως βέβαια και κάθε άλλη βυζαντινή εικόνα, τα εικονιζόμενα συμβάντα μοιάζουν να συνυπάρχουν στον χώρο και στον χρόνο και να αποτελούν μια ενότητα που δεν δικαιολογείται από την φυσική τάξη των πραγμάτων. Η εικόνα ενώνει σε κοινό πλαίσιο ιστορίες που συνέβησαν σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς της αναγκεμένης φύσης και διαδηλώνοντας πως όλα είναι σχετικά και μπορούν να ενώνονται μέσα στο σχέδιο της θείας οικονομίας, με τρόπο  μυστικό και ακατανόητο για την ανθρώπινη πεπερασμένη λογική.

Κι ύστερα, αυτά που εικονίζονται δεν υπάρχουν στον εικονικό αυτονομημένο ζωγραφικό χωρόχρονο, που ο ζωγράφος φτιάχνει στην επιφάνεια της εικόνας, όπως συμβαίνει στην δυτική τέχνη από την περίοδο της Αναγέννησης και ύστερα.

Ο βυζαντινός ζωγράφος, με σύστημα και γνώση, φέρνει τα εικονιζόμενα προς τον χωρόχρονο των θεατών και τα κάνει να μοιάζουν ως να  ζουν μεταξύ μας, να είναι κομμάτι της δικής μας πραγματικότητας. Η παροντοποίηση αυτή των εικονιζομένων κάνει τα πράγματα να υπάρχουν στον ενεστωτικό χωρόχρονο της Θείας Λειτουργίας και να συμφωνούν με όσα και η υμνολογία της Εκκλησίας ψάλλει εκείνες της μέρες : “ Χριστός γεννάται δοξάσατε…” ( α’ Ωδή, Καταβασίες Χριστουγέννων. )

Η παροντοποίηση των εικονιζομένων γράφει εικαστικά, το πώς των σχέσεων μέσα στην Εκκλησία, οπτικοποιώντας την των πάντων εν Χριστῷ ενότητα.

πηγή: περι ου