Πριν φύγει,η Ελένη, έδωσε όλες της τις οικονομίες στον πατέρα της.
-Αυτά πατέρα μου πάρε τα και προίκισε τις αδελφές μου.
Τα χέρια τού φιλούσε του κοριτσιού ο πατέρας του ο Κωνσταντής ενώ η μάνα του, η Ακριβή, το σταύρωνε μέχρι που το μεγάλο καράβι, που ήταν φορτωμένο με νύφες, χάθηκε από τα μάτια τους τα δακρυσμένα.
Μα έτσι εγινόταν τότε. Και έτσι κι η Ελένη παντρεύτηκε στην ξένη γη. Και δεν την τραγούδησαν οι αδελφές της και δεν την εστόλισε η μάνα της και δεν την επήγανε νύφη στην εκκλησιά μήτε ο πατέρας της, μήτε ο αδελφός της.
- Θα πάω κι εγώ κοντά στην Ελένη, είπε ένα χρόνο μετά η Νότα, η άλλη κόρη.
-Θα πάω να μοιραστώ μαζί της τον καημό της ξενιτιάς.
Κανένα παρακάλι των γονιών της δεν την κράτησε κι έφυγε κι εκείνη. Κι έκαμε εκεί,στην Αυστραλία, τη δική της οικογένεια.
Ποτέ τους δεν γύρισαν πίσω τα κορίτσια του Κωνσταντή και της Ακριβής. Μα και ποτέ δεν ελησμόνησαν τη μάνα τους την Ελλάδα. Ποτέ δεν ελησμόνησαν τη μυρωδιά που φέρνει ο αέρας που κατεβαίνει από τα βουνά τα αρκαδικά και την ευωδία από τα χώματα της πατρίδας τα ιερά. Τα παιδιά τους, πιο πολύ από τα εγγλέζικα, τά έμαθαν να μιλούν και ελληνικά και αυτή τούς είπαν πως είναι η μητρική τους γλώσσα. Την εκκλησία τους πάντα με σεβασμό τη λειτουργούσαν και με ευλάβεια έκαμαν τη νηστεία τους για να αξιωθούν της Αγίας Μεταλαβιάς.
Και για την ιστορία της πατρίδας , φρόντισαν φλόγα άσβεστη να ανάψουν στις καρδιές των τέκνων και εγγόνων και να την κρατούν ζωντανή και ολοφώτεινη μέχρι και σήμερα!
«Να αγαπάς πολύ»
TBM
( αφιερωμένο στη θεία μου την Ελένη, που ήταν η έμπνευση αυτού του κεφαλαίου της ξενιτιάς.Αιωνία της η μνήμη)