Μενού
ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (Σαράντος Καργάκος)

ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
(Σαράντος Καργάκος)
Δεκέμβριος 1943. Στο Γύθειο, οι Γερμανοί εκτελούν. Ο Σαράντος Καργάκος , είναι μόνο έξι ετών. Η οικογένειά του έχει καταφύγει στο καλύβι του παππού έξω από το χωριό.
Γράφει ο ίδιος:

"Φάγαμε κάτι πρόχειρο μεσημεριανό καί περιμέναμε τή Μεγάλη Νύχτα πού δέν ξέραμε πότε θά ἐρχόταν.
Δέ εἴχαμε ρολόι...Ἔτσι σάν ρολόι χρησιμοποήθηκε τό στομάχι τοῦ παπποῦ, ὁ ὁποῖος κάποια στιγμή σηκώθηκε καί ἔβγαλε μιά «τίκλα» (πέτρινη πλάκα) ἀπό μιά τρῦπα στόν τοῖχο κι ἀπό κεῖ ἔβγαλε ἕνα παμπάλαιο πολυμεταχειρισμένο βιβλίο. Ἦταν μιά «Ἱερά Σύνοψις» ἤ κάποιο ἄλλο ἱερό βιβλίο. Κι ἐνῶ ἡ μάνα μας σερβίριζε τά ψημένα στή φωτιά μανιτάρια (1ο πιάτο!) καί τά καλομαγειρεμένα πουλιά (2ο πιάτο!) ὁ παπποῦς ἄρχισε κακόφωνα νά ψάλλει «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε» καί ἄλλα πού δέν ἐνθυμοῦμαι πιά. Μετά ἦρθε ἡ σειρά τοῦ πατέρα πού ἦταν καλλίφωνος καί ὁλοκλήρωσε τήν αὐτοσχέδια λειτουργία. Κι ἔπειτα πέσαμε μέ τά μοῦτρα στό φαγητό! Ἦταν ἕνα ἀπό τά ὡραιότερα δεῖπνα πού ἔφαγα στή ζωή μου. Ἀλλά τή μεγάλη ἀδελφή μου καί μένα μᾶς εἶχε κυριεύσει ὁ ὕπνος! Ἡ μητέρα μας σήκωσε στήν ἀγκαλιά της καί μᾶς ἔβαλε στά κρεβατάκια μας. Τό πρωί σάν ξύπνησα τό σπίτι ἦταν ἄδειο. Σηκώθηκα κι εἶδα τή μάνα μου νά φέρνει κλαδιά ἀπό μυρτιά ἀπό τό παρακείμενο ρέμα, γιά νά στολίσει τούς τοίχους τοῦ καλυβιοῦ. Χριστούγεννα σήμερα! Ἐγώ τρίβοντας τά μάτια μου κι ἀκόμα νυσταγμένος τή ρώτησα:
– Λώ μάνα, ποῦ εἶναι ὁ Χριστός;
Καί κείνη μοῦ ἀποκρίθηκε:
– Πῆγε, παιδί μου, νά φέρει στόν κόσμο ΕΙΡΗΝΗ...!''

Εστία, 21/12/18
Απόσπασμα από το τελευταίο άρθρο του αείμνηστου, Σαράντου Καργάκου
(εικόνα της Γέννησης, Φ. Κόντογλου)