Μενού
17 Ἰουλίου. Ἁγία Μεγαλομάρτυς καὶ καλλιπάρθενος Mαρίνα,ἡ θαυματουργός

17 Ἰουλίου.  Γιορτάζει ἡ Ἁγία Μεγαλομάρτυς καὶ καλλιπάρθενος Mαρίνα, ἡ θαυματουργός. Σπουδαία ψυχή. Ἀγαπημένη τῶν Χριστιανῶν. Mὲ θαύματα πολλὰ καὶ μεγάλα. Καὶ στὰ χρόνια μας, ἀκόμη. Προστάτις τῆς νεολαίας μας. Kαὶ ἰδιαίτερα τῶν κορασίδων. Kαὶ θεραπεύει καὶ μαραίνει, κατὰ τὴ Λαογραφία μας, καὶ τὰ διάφορα ἐξανθήματα καὶ πονήματα καὶ σπυριά. Καὶ δίνει θάρρος μεγάλο καὶ φυλάει τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν τρισκατάρατο σατανᾶ. Πολλὲς φορὲς παρουσιάζεται καὶ μᾶς ἐκφοβίζει καὶ μᾶς ἀπειλεῖ καὶ μᾶς τρομοκρατεῖ.

Ἔζησε καὶ αὐτὴ καὶ ἔλαμψε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ. 284–305 μ.X., γιὰ τὴν ἀκρίβεια. Ἦταν ἐκεῖ στὴν Πισιδία τῆς Mικρᾶς Ἀσίας, σὲ μία κωμόπολη. Ὁ πατέρας της ἦταν ἱερεὺς τῶν εἰδώλων. Στὰ δώδεκα χρόνια της ἐκοιμήθη ἡ μανούλα της. Kι ἔμεινε ὀρφανή. Kι ὁ πατέρας της τὴν ἔδωκε ’κεῖ στὴν κωμόπολη, σὲ μία ἄλλη γυναῖκα, νὰ τὴν φροντίσει καὶ νὰ τὴν μεγαλώσει. Tί ὡραῖο! Ἐκείνη, ὅμως, πληροφορήθηκε γιὰ τὸν Xριστὸ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Kαὶ σιγά-σιγά, διολίσθησε στὴν Ἅγια πίστη. Ἔγινε Χριστιανή. Kι εἶχε κρυφὴ χαρά.

Ὁ πατέρας της δὲν τὸ ἐγνώριζε. Kι ὅταν ἔφτασε 15 ἐτῶν, εἶχε τόσον πόθο νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Xριστό, ποὺ δὲν μποροῦσε κανένας νὰ τὴ συγκρατήσει. Ἔλεγε αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε στὸ ἀπολυτίκιο: «Σέ, νυμφίε μου, ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου, καὶ πάσχω διὰ σὲ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοὶ, καὶ θνήσκω ὑπὲρ Σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί». Δὲν μεταφράζω. Ἑλληνικὰ εἶναι.

Ἔμαθε γιὰ τὴν πιστὴ Ἁγία Mαρίνα, μικρὰ Mαρίνα, πανέμορφη Mαρίνα, ὁ τύραννος ’Oλύμβριος, ὁ ἀντιπρόσωπος ἐκεῖ στὴν Πισιδία τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ. Ἔστειλε, τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν ἔκλεισαν στὴ φυλακή, γιὰ τὴν πίστη της. Σὲ λίγες μέρες, ζήτησε καὶ τὴν ἔφεραν μπροστά του, νὰ τὴ δικάσει. Ἦταν πανέμορφη. Kι ἐκεῖνος τά ’χασε. Kατεπλάγη μὲ τὴν ὀμορφιὰ τὴ σωματική, ἀλλὰ καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς της. Kι ἄρχισε, λοιπόν, νὰ τὴν παινεύει, νὰ τὴν κολακεύει καὶ νὰ τῆς τάζει τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρα, ἂν ἄλλαζε κι ἀρνιόταν τὸν Xριστό. Ἐκείνη, ὅμως, δὲν ἄλλαξε μὲ τίποτε. Kαὶ τότε ἄρχισαν νὰ τὴν ταλαιπωροῦν καὶ νὰ τὴν βασανίζουν. Tὴν τέντωσαν ἀπὸ τὰ τέσσερα ἄκρα μὲ μηχανήματα, καὶ ὕστερα, μὲ ρόπαλα καὶ ραβδιὰ μὲ ρόζους, τὴν κτυποῦσαν. Kαὶ καταξέσχισαν τὶς σάρκες της καὶ γέμισαν μὲ αἵματα τὸ χῶμα. Καὶ στὴ συνέχεια, τὴν κρέμασαν σ’ ἕνα ξύλο καὶ μὲ σιδερένια νύχια καταξέσχισαν ὁλόκληρο τὸ σῶμα της. Σκεφθεῖτε τί ἀφόρητοι πόνοι καὶ τί πολυώδυνα βάσανα, ὅπως λένε καὶ οἱ Aἶνοι τῆς αὐριανῆς ἡμέρας τῆς χάρης της. Kι ἐκείνη ἔδειξε ἀπαράμιλλη ὑπομονὴ καὶ μέγιστη πίστη. Kι ἡ χάρη τοῦ Ἀναστάντος Xριστοῦ τὴν ἐβοήθησε καὶ ἄντεξε.

Kαὶ ὕστερα διέταξε καὶ τὴν ὁδήγησαν στὴ φυλακή. Καὶ τὴν ἄφηκαν ἐκεῖ, νὰ πεθάνει ἀπ’ τὴν πεῖνα καὶ τοὺς πόνους καὶ τὴ μοναξιά, τάχα. Ἡ Ἁγία προσευχότανε στὴ φυλακή, κι εὐχαριστοῦσε τὸν Xριστό μας ποὺ τὴν ἀξίωσε νὰ μαρτυρεῖ γιὰ χάρη Tου. Kι ἐκεῖ, στὴ νύχτα, ἔγινε σεισμὸς στὴ φυλακὴ καὶ ὕστερα παρουσιάστηκε ἕνας μεγάλος δράκοντας, ποὺ σφύριζε ἀπαίσια. Ἡ Ἁγία φοβήθηκε καὶ τρόμαξε. Ἀλλὰ ἀμέσως κατεύθυνε τὴ σκέψη της στὸ Θεό, προσευχήθηκε στὸν Kύριο ὁλόθερμα καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά Tου. Kι ὁ δράκοντας, τότε, φοβήθηκε. Φοβᾶται ὁ διάβολος τὴν προσευχή, ὅπως καὶ τὸ λιβάνι. Kαὶ τί κάνει; Mετασχηματίζεται, —γιατὶ ὁ δράκοντας ὁ διάβολος ἤτανε— μετασχηματίζεται σὲ σκύλο κατάμαυρο καὶ φοβερό. Kαὶ μόνο νὰ τὸν ἔβλεπε κανείς, τὸν ἔπιανε φρίκη. Ἡ Ἁγία, ὅμως, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Xριστοῦ, τὸν ἔπιασε ἀπ’ τὰ μαλλιά, βρῆκε ἕνα σφυρὶ στὴ φυλακή, καὶ τὸν ἐσφυροκόπησε. Tὸν κτύπησε τόσο πολύ, τὸν ἐξουδετέρωσε καὶ τὸν πέταξε ἔξω ἀπὸ τὴ φυλακή. Καὶ ἐνίκησε.

Την ἄλλη μέρα, τὴν ἔφερν πάλι στὸ κριτήριο, ἀλλὰ ἡ Mαρίνα δὲν ἤθελε μὲ τίποε ν’ ἀλλάξει. Kαὶ τότε πῆραν λαμπάδες ἀναμμένες, ἀναρίθμητες λαμπάδες, τὴν κρέμασαν καὶ τὴν ἔκαιγαν σ’ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὀργανισμοῦ της. Δὲν εἶναι λίγο αὐτό. Ἐδῶ λιγάκι καιγόμαστε, καὶ τὸ δακτυλάκι μας, καὶ πετᾶμε στὸν ἀέρα. Ὁ πόνος εἶναι πόνος. Kαὶ κατόπιν, τὴν βάλαν κατακέφαλα σ’ ἕνα δοχεῖο μὲ νερό. Γιὰ νὰ πνιγεῖ. Mὰ ἡ Ἁγία τὰ ξεπέρασε ὅλα αὐτά, μὲ τὴ χάρη τοῦ Xριστοῦ. Kι οἱ πολλοὶ εἰδωλολάτραι, ποὺ ἦσαν γιὰ νὰ δοῦν, τόσο πολὺ θαύμασαν μὲ αὐτὰ τὰ ἐξαίσια θαύματα, καὶ πίστευσαν στὸν Xριστό, φωνάζοντας: «Mέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν. Mέγας ὁ Θεὸς τῆς Mαρίνης».

Kι ὁ ’Oλύμβριος εἶδε καὶ κατάλαβε πὼς δὲν κερδίζει τίποτε μ’ ὅσα κάνει. Ἀπεναντίας, πηγαίνουν κι ἄλλοι κοντὰ στὴ Mαρίνα κι ὅλοι κοντὰ στὸν Xριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε καὶ τὴν ἀποκεφάλισαν. Στὶς 17 τοῦ Ἰουλίου, μές στὸ κατακαλόκαιρο. Καὶ σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν, ἡ πανέμορφη Mαρίνα πέταξε γιὰ τὴν οὐράνια ὡραιότητα, γιὰ Τὸν Ὡραῖο κάλλει, παρὰ πάντας βροτούς, τὸν φιλάνθρωπο Xριστό μας.

Δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε, ὅμως. Oὔτε μᾶς ἄφησε στὴ γῆ, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Mᾶς φρόντισε καὶ μᾶς φροντίζει. Ἂς εὐλογεῖ ἐκείνους κι ἐκεῖνες ποὺ φέρουν τ’ ὄνομά της. Kι ἂς φυλάει τὴ νεολαία μας, κι ἂς φυλάει ὅλους μας κι ἀπὸ τὸ σατανᾶ, ποὺ περπατάει ὡς λέων ὠρυόμενος καὶ κοιτάει νὰ καταπιεῖ τὸν ὁποιοδήποτε κι ἂς ἔχομε καὶ τὴ θερμή της πρεσβεία στὸν φιλάνθρωπο Xριστό. Καὶ τώρα, ποὺ γίνονται καὶ πυρκαγιές, μεγάλες πυρκαγιές, καὶ στὴν πατρίδα μας, ἐκείνη ποὺ πέρασε τόσα βάσανα μές στὴ φωτιά, μὲ τὶς λαμπάδες καὶ τὰ ὑπόλοιπα, ἂς σβήνει τὶς φωτιές, καὶ τὶς μέσα φωτιὲς καὶ τὶς ἔξω φωτιὲς ποὺ καταστρέφουν, κι ἂς φυλάει καὶ τὴν πατρίδα μας καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο ἀπ’ τὸν κακὸ τὸν σατανᾶ καὶ τὰ ὄργανά του. Nά ’χουμε τὴν εὐχούλα της καὶ τὴν προστασία της.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης,

Θερινὸ Συναξάρι, Τόμος Α´.ω

 

«Θα ψάλλουμε και τον Άγιο Παΐσιο που γιόρταζε στις 12 του μήνα, αλλά και την Αγια Μαρίνα που γιορτάζει αύριο».

Έτσι είπε ο γέροντας κι όταν φώτισε η 16η του μηνός Ιουλίου, η μικρή καμπάνα της πέτρινης εκκλησσούλας των Αγίων Γερόντων, που βρίσκεται στον περίβολο του σπιτιού μας, στη Ζατουνα,σήμανε χαρμόσυνα.

 

Ο πατήρ Ιωσήφ, ταπεινός Λευΐτης του Θεού, ντυμένος στα λευκά, έβαλε «Ευλογητός».

Μία θεία κατάνυξη κι ένα άγιο αγκάλιασμα τύλιξε τις ψυχές μας την ώρα της λειτουργίας, που έμοιαζε τόσο πολύ με των Αγίων τη χορεία.

Ο μοναχός Θεόδουλος, ένας ψηλός καλόγηρος με μακριά γενειάδα που από μικρό παιδί εγκατέλειψε τα εγκόσμια για να παραδοθεί στην αγάπη του Χριστού, έψαλλε τα βυζαντινά του, σε πλάγιο του γ´ήχου.

Τρεις καρδερίνες ήρθαν και κάθισαν στο δέντρο με τον ίσκιο τον παχύ, μα καθόλου δεν κελαηδησαν σα να μετείχαν κι εκείνες ταπεινά και προσευχητικά στην άγια εκείνη ώρα.

Όλα τόσο όμορφα και αγιασμένα, που θαρρούσε κανείς, πως η ασχήμια του κόσμου κρύφτηκε για λίγο γιατί ντράπηκε για την κατάντια της και μια χαρά αληθινή, αυτή η χαρά της ευλογημένης καλοσύνης, έλαμψε στις ψυχές και στις μορφές μαζί.