Μενού
Του Αι Νικόλα

«Θα ήταν μέρες πολλές τώρα , δεν ήξερε πόσες, δεν τις μετρούσε πια η κυρα-Παρθένα ,που ανηφόριζε κάθε απομεσήμερο ,στο πιο ψηλό σημείο του νησιού, στο ξωκλήσι του Αι Νικόλα. 'Αναβε όλα τα καντήλια του κι έκαιγε ευωδιές από άνθη, στο λιβανιστήρι. Γονάτιζε εμπρός στην εικόνα του, με μάτια που γυάλιζαν από δάκρυα κρατημένα και παρακαλούσε τον Άγιο, ψελλίζοντας με πόνο και αγωνία, λόγια προσευχής μυστικής και μητρικής.

‘’Το παιδί μου…Το παιδί μου! Άγιέ μου! Αγκάλιαζέ το!’'

Τα λόγια της τα τύλιγε τότε το ροδολίβανο , αγκαλιάζοντας έτσι τη γλυκειά ικεσία και στον Άγιο τα πήγαινε , εκεί σιμά του να τα ακουμπήσει. Λέγοντας ξανά και ξανά τα ίδια λόγια, πάλι και πάλι την ίδια προσευχή….έβγαινε από το ξωκλήσι κι έστεκε στον βράχο απάνω να κοιτά το πέλαγο , με τους ανέμους όλους γύρω της να σφυρίζουν και με μανία να μεταμορφώνουν σε νέφη της θάλασσας τα κύματα. Κι εκείνη εκεί ,να κοιτά και να προσεύχεται. Πόνεσαν τα μάτια της. Και τι μ’ αυτό; Ο Χρήστος της δεν φαινόταν. Δεν φαινόταν κι ας της το΄χε γράψει κι ας της το’χε υποσχεθεί:

«Φέτος μάνα μαζί θα τον γιορτάσουμε τον Χριστό’’

'Ηταν πλέον δειλινό. Σε λίγο θα’πεφτε σκοτάδι παγωμένο και όπως θα σκέπαζε το νησί , έτσι θα σκέπαζε και την ψυχή της. Κατηφόρισε περίλυπη στο σπιτικό της. Η φωτιά στο τζάκι είχε μισοσβήσει. Δεν έκανε να ρίξει ξύλο καινούριο να τη ζωντανέψει. Τι; Το παιδί της θα το'βρεχε ως το κόκαλο η θάλασσα και θα το πάγωνε ως την καρδιά ο άγριος ο βοριάς...κι εκείνη τι; Εκείνη θα ζεσταινόταν πλάι στο παραγώνι; Όχι! Θα περίμενε το παιδί της. Άμα άκουγε τη φωνή του, τότε θα την ξανάναβε τη φωτιά και τότε θα καθόντουσαν να ζεσταθούν μαζί και να φάνε και να μιλήσουν. Και να της πει τα νέα της θάλασσας κι εκείνη να του πει τα νέα της στεριάς. Κουβαριάστηκε μέσα στα μαύρα της τα ρούχα κι έγειρε εκεί στο ντιβάνι, δίχως σκέπασμα, δίχως προσευχές, δίχως ελπίδες άλλες….για σήμερα.

‘’Αύριο πάλι’’, σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια της τα πονεμένα. Κι όταν τα ξανάνοιξε ήταν που άκουσε μια φωνή απόκοσμη, γλυκειά και ήσυχη και ψιθυριστή:

‘’Σήκω κυρά μου! Σήκω! Σήκω ν’ ανάψεις τη φωτιά! Όπου νάναι θα φανεί ο Χρήστος σου και πώς θα τον ζεστάνεις;’’

Κι άνοιξε τα μάτια της η Παρθένα κι είδε τον Άι Νικόλα, με τ’ άμφιά του να στάζουν θάλασσα και τα άσπρα του τα γένεια αρμύρα. Κι ώσπου να τον καλοδεί, είχε χαθεί από εμπρός της. Κι ωσότου τα μάτια της να καλοανοίξει, χτυπήματα άκουσε στη θύρα , στην εξώθυρά της.

‘’Άνοιξε μάνα μου! Άνοιξε! Μαζί θα τον γιορτάσουμε εφέτος τον Χριστό’’
Πέταξε γρήγορα δυο κούτσουρα στη φωτιά, έσιαξε το τσεμπέρι της η Παρθένα κι έτρεξε κι άνοιξε την πόρτα κι αγκάλιασε τον Χρήστο της, που έσταζε θάλασσα, που έσταζε αρμύρα….’’

Αφιέρωμα στον Αι Νικόλα , με την ευχή να φυλάει τις θάλασσες του κόσμου και της ζωής κι όλους εκείνους που τις ταξιδεύουν . Μα και όσους μένουν και την ώρα του γυρισμού προσμένουν κι αυτούς να παρηγορεί και να ησυχάζει και το δάκρυ τους να σφουγγίζει.

Χρόνια πολλά !

                                                                                                       ΤΒΜ

(Η εικόνα είναι του εξαίρετου ζωγράφου και αγιογράφου κ. Γιώργου Κόρδη)