Μενού
Στη Γιορτή του Προφήτη

 

«...Με το τέλος του εσπερινού ,βγήκανε όλοι τους στον περίβολο. Οι γυναίκες έστρωσαν κιλίμια και κουρελούδες, κάθισαν χάμω κι έβγαλαν το βραδινό της φαμελιάς τους. Ίδιο για όλους, ψωμί, ντομάτα κι ελιά. Νηστήσιμο έπρεπε να ‘ναι, αφού θα μεταλάβαιναν την επομένη στη χάρη του αγίου. Τα παιδιά βουίζοντας σαν το μελίσσι ,έτρεξαν κοντά στους βοσκούς, που ‘χαν φέρει άλλος τη γίδα του κι άλλος την προβατίνα του να μαγειρέψουν, προσφορά κι αυτά στον Προφήτη. Άναψαν φωτιά, έστησαν μεγάλες καζάνες κι έβαλαν μέσα το κρέας να σιγοβράσει όλη νύχτα. Ύστερ’ ο μπαρμπα-Κανέλλος, ο γηραιότερος από τους βοσκούς, άρχισε να λέει την ιστορία του προφήτη, που….

«… που λέτε, εβαρέθη να ‘ναι όλα του τα χρόνια ναυτικός και ξεκίνησε να περπατά μέχρι να ’βρει κείνο το μέρος, όπου το μάτι του ανθρώπου ποτέ του θάλασσα δεν είχε ματαδεί... Και τούτο το μέρος ήτανε αυτή εδώ η ψηλή βουνοκορφή, που αγγίζει τα σύννεφα κι εκεί μέσα χώνεται ολόκληρη κάθε φορά, που πλησιάζει αντάρα…

«Και πότε πλησιάζει η αντάρα, μπάρμπα;» τον ρωτά ο μικρός Γιαννιός του Δήμου.

Ο μπαρμπα-Κανέλλος, βαρήκοος καθώς ήταν, δεν καλοπρόσεξε την ερώτηση του Γιαννιού, άναψε το τσιμπούκι του και συνέχισε:

«Ετούτος ο Προφήτης, που λέτε, παιδιά μου, είναι πολύ μεγάλος. Τόσο μεγάλος, ώστε ποτέ του δεν επέθανε, μα ανέβη εις τον ουρανό μ’ ένα πύρινο άρμα! Και μ’ αυτό κυνηγά τη Λάμια, τ’ άγριο θεριό, που πολεμά να κάψει τα σπαρτά μας, κάθε φορά τέτοιον καιρό. Της ρίχνει τότε κεραυνούς ο προφήτης κι αστράφτει ο ουρανός ολούθε και φεύγει μακριά το θεριό. Κι ύστερις, συνεχίζει ο μπαρμπα- Κανέλλος, ο γερο-βοσκός -που με την ιστορία του έχει κάνει να σωπάσει όλο το παιδομάνι- κι ύστερις λέγω, πως, όπως ο πάππος μ’ έλεγε, ετούτος θα είναι ο προφήτης, ο δεύτερος Πρόδρομος, που θα παρουσιαστεί και θα κηρύξει τη μετάνοια στους ανθρώπους λίγο πριν να έρθει ο Κύριος για δεύτερη, μεγάλη και στερνή φορά σ΄ ετούτη τη γη και τότε θα κρίνει ζώντας και νεκρούς!»

Στ’ άκουσμα τούτων των λόγων του μπάρμπα ,oι γυναίκες σταυροκοπήθηκαν φοβισμένα ενώ τα παιδιά, κατάκοπα καθώς ήταν, δεν είχαν πια κουράγιο ούτε να φοβηθούν κι αποκοιμήθηκανε στις αγκαλιές τους. Σκέπασμά τους η Πούλια, που ‘φεγγε με τα επτά παιδάκια της, τα λυχναράκια της, κι ησύχαζε τα όνειρά τους...»

Τ.Β.Μ

"Ν´αγαπάς πολύ" , Εκδόσεις Θύρα 

(Στην εικόνα, ο Προφήτης Ηλίας ο Θεσβίτης, βυζαντινή τοιχογραφία στο Πρωτάτο των Καρυών στο Άγιο Όρος, φιλοτεχνημένη από τον Μιχαήλ Πανσέληνο, περίπου το 1290)