Μενού
Αχ,Καλοκαιράκι μου, αγαπημένο!

"Μαμά, κοίτα τι βρήκα στο Σούπερ", λέει ενθουσιασμένος ο Γιώργος και βγάζει από τις τσάντες ένα πακέτο με κόκκινα, πράσινα και καφετί χωνάκια παγωτού. Τα πήρα για να βάλουμε το παγωτό που έφτιαξες. Έχουν γεύση φράουλας, φυστικιού και σοκολάτας, συμπληρώνει και δίνει σε όλους μας πνοή από τον ενθουσιασμό του, τόση, που μυστικά και χωρίς να το ομολογούμε, περιμένουμε να περάσει η ζεστή η μέρα και να έρθει το απογευματάκι.  Κι όταν έρχεται και έχει πια δροσίσει λίγο, βγαίνουμε στη βεράντα ο ένας πίσω από τον άλλον, κρατώντας από ένα χωνάκι παγωτό ο καθένας μας και απολαμβάνουμε στιγμές γλυκές, γευστικές, μυρωδάτες, δροσερές και γεμάτες από καλοκαίρι  και από τα γέλια του Νεκτάριου,του Γιώργου και της Μαρίας που όταν την πιάσουν δεν έχουν τελειωμό, για το παγωτό που τρέχει πάνω στο χωνάκι και για όλους τους που βιάζονται να το φάνε για να μην πάει χαμένη ούτε μια σταλιά.

Γελώ κι εγώ πολύ μαζί τους, αφού όταν σμίγουμε σε τέτοιες στιγμές, λύνομαι και αφήνομαι να γίνω για λίγο παιδί.  Διπλή είναι η γλυκάδα που νιώθω τότε!

 Λίγο μετά, γυρνώ και κοιτώ τον απογευματινό ουρανό που είναι καταγάλανος ενώ τρία χελιδόνια κάνουν τα τελευταία τους πετάγματα λίγο πριν βραδιάσει.. Κοιτώ και στο βάθος τη θάλασσα που μετά το βασίλεμα του ήλιου, που φαίνεται να έχει πάρει ένα χρώμα μπλε και μαβί μαζί.

Κοιτώ και την Καστέλλα που μοιάζει σαν αρχόντισσα να λαμπυρίζει κάτω από το τελευταίο ήσυχο φως της μέρας.

Κοιτώ και τα καράβια που έχουν βάλει πλώρη για τα νησιά μας με ένα συφερτό ανθρώπων, που αδημονούν να τους φυσήξει το αγέρι του Αιγαίου..

-Αχ, Καλοκαιράκι μου, αγαπημένο, λέω σιγανά.  Γιατί κάθε φορά που έρχεσαι νομίζω πως σε αγαπώ όλο και πιο πολύ απ´όλες τις άλλες εποχές", το ρωτώ μυστικά κι εκείνο το πανέμορφο, μου ψιθυρίζει μέσα από το απαλό του μελτεμάκι:

-Μα, γιατί γεννήθηκες Καλοκαιράκι και κάθε φορά που έρχομαι μοιάζεις να ξαναγεννιέσαι. Γίνεσαι παιδί με γέλια και αστεία, με πολλά παγωτά και χαμόγελα καρδιακά . Όχι που να το παινευτώ, αλλά στις μέρες μου, ανοίγει η ψυχή σου λίγο παραπάνω και το χαμόγελο φωτίζεται λίγο πιο πολύ.

-Και γιατί δεν μένεις περισσότερο Καλοκαιράκι μου, να προλάβουμε να χαρούμε πιο πολύ τις μεγάλες σου μέρες, να χορτάσουμε τον ουρανό σου, τον ήλιο σου, τη θάλασσά σου, την ξεγνοιασιά σου και την καλοσύνη σου;  Αχ! Πώς θα 'θελα, τα δυο μου χέρια να απλώσω Καλοκαιράκι μου καλό και να κλείσω για πάντα μέσα μου εσένα κι όλη σου την ομορφιά!

-Μα αυτό δεν κάνεις όλα σου τα χρόνια; Μέσα στην καρδιά σου δεν με κρατάς, όλον εκείνο τον καιρό που εγώ λείπω; Έτσι με ρωτά το Καλοκαιράκι κι εγώ του γνέφω πως:

-Ναι, αυτό κάνω  κι έτσι ζω και προχωρώ μέσα στα χρόνια και στη ζωή. Μέσα από τη δική σου ομορφιά, Καλοκαιράκι μου πανέμορφο.

-Αυτό κάνε και τώρα. Ζήσε μια-μια, όλες τις μέρες μου τις λαμπρές. 'Ασε τον ήλιο να σε κάψει κι ύστερα τη θάλασσα να σε δροσίσει. Γράψε με το δάχτυλο στην αμμουδιά όλες σου τις λύπες, τις αγωνίες, τα λάθη και τις σκοτούρες κι ύστερα άσε το κυματάκι το απαλό νά έρθει, όλα να τα ξεπλύνει και να τα καθαρίσει. Περπάτα κι ανέβα στο βουνό. Κάτσε κάτω από τα πλατάνια κι άκου της πηγής το κελάρυσμα. Άνοιξε την πόρτα την παλιά, απ'το μικρό ξωκλήσι κι άναψε τα καντηλάκια του Χριστού, της Παναγιάς και των Αγίων. Χτύπα και την καμπάνα, όπως όταν ήσουνα μικρό παιδί. Κι ύστερα βγες και κοίτα ψηλά. Τόσο ψηλά, που τα μάτια σου να χορτάσουν μόνο ουρανό.  Αυτή θα είναι η συντροφιά σου κι η παρηγοριά σου, όταν εγώ θα ταξιδέψω ξανά. Μα... μέχρι τότε έχουμε καιρό και πολλά ακόμα να ζήσουμε. Α... μην ξεχάσω να σου θυμίσω να φας πολλά παγωτά για να δροσίζεται η καρδιά σου, όπως και τότε που ήσουνα μικρή και συναγωνιζόσαστε με τους φίλους σου για το ποιος έφαγε τα περισσότερα στις μέρες μου!

 'Ετσι μου ψιθύρισε το Καλοκαιράκι και γέλασε πολύ που θυμήθηκε τούτα τα παλιά καμώματα, τα δικά μου και τα δικά σας. Κι ύστερα ανέβηκε στο μελτεμάκι και φύσηξε μαζί του όλα όσα μου είπε και τα σκόρπισε παντού, για να τ'ακούσουν όλοι.

 Και τότε οι καρδιές ανάσαναν κι οι άνθρωποι  δροσίστηκαν και τα παιδιά χάρηκαν και  γέλασαν κι ύστερα συνέχισαν το παιχνίδι τους, άλλα στη γειτονιά και άλλα στην ακροθαλασσιά.

Και δυο γιαγιούλες, σε μια μικρή- μικρή γειτονιά, που είχανε βγάλει από νωρίς τις καρεκλίτσες τους και κάθονταν και μιλούσαν, γύρισαν ξανά την κουβέντα τους να συνεχίσουν. Κι όλο ήθελα να κρυφακούσω τι λένε κι όλο δεν μπορούσα  γιατί με ξεκούφαινε η μυρωδιά από το γιασεμί και το αγιόκλημα που κρέμονταν απ' τις αυλές τους.

ΤΒΜ

Φωτ.: Τίνα Βλασταράκου-Μεταξά

ΥΓ. Τη συνταγή, θα τη δείτε εδώ