Μενού
ΕΑΡΙΝΗ ΜΟΣΧΟΒΟΛΙΑ

ΕΑΡΙΝΗ ΜΟΣΧΟΒΟΛΙΑ

 Κάτι απογεύματα του Απριλίου, που το φως δυνάμωνε  όλο και πιο πολύ και η μέρα φαινόταν να ξεπερνά τη νύχτα,  με έπιανε από το χέρι η γιαγιά μου η Σταματίνα και ξεκινούσαμε το σεργιάνι στην οδό Σικελιανού. Καθώς βαδίζαμε τούτο τον δρόμο, που το τέλος του έφτανε την Ιερά Οδό, νόμιζα πως ήταν πολύ μεγάλος και άλλον σαν κι αυτόν τα μάτια μου τα παιδικά δεν είχαν ματαδεί. Kαι μου φαινόταν ακόμα  πως όσο προχωρούσαμε, όλο και πιο πολύ πλάταινε και μάκραινε και  μεγάλωνε. Μαζί του άνοιγαν τότε και η ματιά μου και η καρδιά μου. Και δε χόρταιναν ούτε η μία, ούτε η άλλη, την ομορφιά της γειτονιάς μας. Κηπάρια σε κάθε μεριά του δρόμου, με λεμονιές πολλές, με βιολέτες και κρίνα που μοσχοβολούσαν με μια μοσχοβολιά που τύλιγε σαν αόρατος άγγελος, καθέναν μας που περνούσε από εμπρός τους. Αγαπούσα πολύ τα λουλούδια κι ας ήμουν μια σταλιά παιδάκι. Κι η γιαγιά μου η Σταματίνα που το ‘ξερε καλά αυτό, κάθε φορά κρεμόταν στους φράχτες κι όλο κάτι μού’κοβε από εκείνα τα λουλούδια που έβγαζαν το κεφαλάκι τους έξω από αυτούς και κοίταζαν στο δρόμο. Έτσι… για να μυρίζω και να χαίρομαι.

Και κάθε που ερχόταν ο Απρίλης, όλο το ίδιο τη ρωτούσα τη γιαγιά μου και όχι γιατί το ξεχνούσα, μα γιατί ήθελα όλο το ίδιο να ακούω:

-Γιαγιά,τι μυρίζει τόσο ωραία;

Κι εκείνη, που δεν κουραζόταν να μου απαντά, μου έλεγε:

-Τα λουλούδια της Παναγιάς μυρίζουν, κορώνα μου!

Κι όταν τέλειωναν οι Παρασκευές με τους Χαιρετισμούς, την ξαναρωτούσα την ίδια ερώτηση για να ξανακούσω την ίδια απάντηση:

-Και τώρα που τέλειωσαν οι Χαιρετισμοί, τι μυρίζει τόσο ωραία;

-Τώρα έχουν σειρά τα Βάγια των Βαγιών, κι ύστερα τα κρίνα και οι βιολέτες που θα στολίσουν τον τάφο του Χριστού μας, έλεγε με πένθιμη σοβαρότητα η γιαγιά. Γιατί η γιαγιά, την Μεγάλη Πέμπτη, μετά τα δώδεκα ευαγγέλια, δεν πήγαινε σπίτι. Καθόταν εκεί, στην εκκλησιά, να ετοιμάσει μαζί με τη νονά μου την Ιουλία και τις άλλες γυναίκες, τα πανέρια με τις μωβ βιολέτες του Χριστού.  Εμάς μας έπαιρνε για λίγο η μάνα μας και μας πήγαινε σπίτι, να μας δώσει δυο κουταλιές φακή αλάδωτη και λίγο ψωμί. Κι ύστερα ξαναγυρνούσαμε και η γιαγιά, μας έβαζε να κάτσουμε κοντά της σε σκαμνάκια και μας έδινε βελόνι και κλωστή, για να περάσουμε σε αυτή τα μικρά λουλουδάκια, που μοσχοβολούσαν λύπη και χαρά μαζί.  Όταν οι οδηγίες δίνονταν και η γιαγιά με τη νονά την Ιουλία  σιγουρευόντουσαν πως όλα τα κάναμε καλά, έλεγε η Ιουλία:

-‘Ελα Σταματικώ μου. Κάμε εσύ την αρχή κι εμείς θα ακολουθάμε. Κι εννοούσε η νονά, να γίνει η αρχή για του Χριστού το μοιρολόι.

Αυτό το ρόλο της είχαν αναθέσει, της γιαγιάς μας, οι άλλες γυναίκες.

-Αν δεν πει η κυρα-Σταματίνα το μοιρολόι, ποια άλλη θα μπορούσε να το πει, λέγανε αφού και από τη Μάνη ήτανε μα και χαροκαμένη.

Πάντα μαυροφορεμένη και με τον πόνο, αληθινά ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, άρχιζε τότε να μοιρολογά τα άχραντα Πάθη του Χριστού και τα δάκρυα της μάνας Παναγιάς. Τον ήξερε τούτον τον πόνο της ρομφαίας, που τρυπάει την καρδιά της μάνας, όταν της λάχει και χάσει το παιδί της, αφού είχε χάσει τον μικρό τον γιο της, τον Τζανέτο, στα οκτώ του, η γιαγιά μας η Σταματικώ.

Δεν σταμάτησε η ζωή της, όπως πολύ θα το’θελε, όταν την βρήκε εκείνη η μεγάλη οδύνη. 'Εζησε με τον πόνο να της τρυπά σαν πυρωμένο καρφί την καρδιά. ‘Εζησε κι ανάστησε τα άλλα της παιδιά, τα πάντρεψε και χάρηκε και μας τα εγγόνια της. Κι όταν ερχόταν η Μεγάλη Πέμπτη, οδυρόταν μέσα από το μανιάτικο μοιρολόι, για τον Κύριο που άδικα τον εσταύρωσαν οι άνομοι Εβραίοι, μα οδυρόταν και για τον Τζανέτο της.

"Σήμερο μαῦρος Οὐρανός, σήμερο μαύρη μέρα,
σήμερο ὅλοι θλίβονται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται.
Σήμερο ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν πρῶτον Βασιλέα".

Μόνο όταν έφτανε να ψάλλει την υπόσχεση που έδινε ο Εσταυρωμένος Χριστός στη μάνα του την Παναγιά, μόνο τότε άλλαζε ο τόνος της φωνής της και γινόταν έτσι που γέμιζαν ελπίδα, οι καρδιές μας οι ψυχοπλακωμένες:


"-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχης χαρὰ μεγάλη!"

‘Ετσι τελείωνε το μοιρολόι κι η γιαγιά σηκωνόταν πάνω, κοιτούσε  τον Χριστό που κρεμόταν στον σταυρό κι έλεγε:

Καλή Ανάσταση!

 Το Μεγάλο Σαββάτο  το πρωί, έτρεχα να τη βρω για να τη ρωτήσω πάλι με αγωνία:

-Γιαγιά, απόψε  το βράδυ ανασταίνεται ο Χριστός;

-Απόψε κορώνι μου. Απόψε!

-Και την Ανάσταση με ποια λουλούδια θα τη στολίσουμε, ρωτούσα τότε κι εκείνη κρυφοχαμογελούσε, γιατί ήξερε πώς τα γνώριζα τα λουλούδια αυτά, μα ήθελα να τα ξανακούσω από το στόμα της για άλλη μια χρονιά,  για να σιγουρευτώ πως πάντα, μετά το Πάθος ακολουθεί η Ανάσταση.

-Με πασχαλιές θα τη στολίσουμε την Ανάσταση, κορώνα μου! Μόνο με Πασχαλιές! Για βγες έξω στην αυλή να δείς!

Κι όσο να κάνω να βγω στην αυλή, την ξανάκουγα να λέει από τον μαρμάρινο νεροχύτη που στεκόταν κι έπλενε με υπομονή, τα χορταρικά της μαγειρίτσας:

''Σαν δει ο κόσμος πασχαλιά

στον κήπο ανθισμένη

τα αναστάσιμα φιλιά

κοντολογίς προσμένει.''

‘Εβγαινα τότε έξω στην αυλή κι έβλεπα έναν μεγάλο ξύλινο κουβά, γεμάτο από πασχαλιές που είχε παραγγείλει να της στείλει, ο αδελφός της ο Γρηγόρης,από τον κήπο του, στην οδό Πλάτωνος στο Περιστέρι. Έσκυβα τις μύριζα και τότε σιγουρευόμουν πως μέχρι το βράδυ οι καμπάνες της Ανάστασης θα  κτυπούσαν και το Χριστός Ανέστη θα αντηχούσε σε γη και σ’ ουρανό.   

 

 Κι όταν μετά από χρόνια η γιαγιά η Σταματικώ έχασε το μεγάλο της το παιδί, τον Αντώνη και η νονά η Ιουλία έχασε κι εκείνη το μεγάλο το εγγόνι τον Κωστή, πάλι το μοιρολόι του Χριστού λέγανε, κι οι δυο μαζί τώρα, κάθε Μεγάλη Πέμπτη.  Και στο τέλος  σηκώνονταν  κι οι δυο και μπροστά στον Σταυρό λέγανε με μια ανακούφιση ζωγραφισμένη στο πονεμένο τους πρόσωπο τους τρεις τελευταίους στίχους:

"..μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχης χαρὰ μεγάλη!"

'Υστερα κοιτούσαν κατάματα τον Σταυρωμένο Χριστό κι εύχονταν:

-Καλή Ανάσταση!

Γυρνούσε τότε η γιαγιά κι αγκάλιαζε τη νονά την Ιουλία και της έλεγε:

-Και στις  δικές μας χαρές, Ιουλία μου.

-Και στις δικές μας χαρές, Σταματικώ μου, απαντούσε βουρκωμένη η Ιουλία.

Καληνύχτιζαν τότε τις άλλες γυναίκες και πιασμένες αγκαζέ, μαυροφορεμένες φιγούρες του πόνου μα και της ελπίδας, κατηφόριζαν από το βουναλάκι της Αγια-Μαρίνας, μέσα σε μια νύχτα μυρωμένη, από την εαρινή μοσκοβολιά της βιολέτας, της Πασχαλιάς και την αγίας ελπίδας της Ανάστασης που έθρεφε την πονεμένη τους ψυχή, μέχρι που έφυγαν κι οι δυο τους από τα μάταια και πήγαν να ανταμώσουν τους αγαπημένους τους. Και από τότε, θαρρώ πως μαζί τους κάνουν, Ανάσταση στους ουρανούς.

                                                                                                                ΤΒΜ