Μενού
'Ενας παράξενος χαρταετός. Ζωή Βαλάση

 

Όλοι οι χαρταετοί της Καθαρής Δευτέρας κατέβηκαν, όλοι αφήσανε τα σύννεφα και το γαλάζιο φως, όλοι μπήκαν φρόνιμα φρόνιμα στα ντουλάπια και ταχτοποιήθηκαν καλά, μαζεμένες οι ουρές τους, τυλιγμένα τα κουβάρια τους, τέρμα οι τρέλες κι οι ακροβασίες…. Μονάχα ένας χαρταετός συνέχισε να πετάει όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μακριά. Γι’ αυτόν τον παράξενο χαρταετό θα σας μιλήσω τώρα.

Λοιπόν, πρωί πρωί την Καθαρή Δευτέρα, όλοι οι χαρταετοί ανέβηκαν στον ουρανό. Άλλοι κάνανε τούμπες και βουτιές κι άλλοι αρμενίζαν ήσυχα  και καμάρωναν. Ήταν όμορφοι χαρταετοί. Κόκκινοι με γαλάζιους κύκλους, κίτρινοι με μπλε μαργαρίτες, μεγάλοι με πολύχρωμες χάρτινες ουρές, μικροί με αστεία σκουλαρίκια….Αλήθεια, ήταν πολύ φανταχτεροί και πολύ περήφανοι και θέλανε να φτάσουν ως τον ήλιο, αλλά τα παιδάκια τους τραβούσαν μ’ ένα σπάγκο κατά τη γη.

-Είσαστε χαρούμενοι; Είσαστε ευτυχισμένοι; Τους ρώτησε η Τρελούτσικη που όλα θέλει να τα μαθαίνει.

-Με τόσα πλούτη που έχουμε, πώς να μην είμαστε ευτυχισμένοι; Αποκρίθηκαν οι χαρταετοί με τις ουρές και τα σκουλαρίκια, με τις ζωγραφιές και τα χρώματα τα φανταχτερά!

-Ίσως έχετε δίκιο, ίσως έχετε άδικο, είπε η Τρελούτσικη και πέταξε κοντά στον φίλο μας τον παράξενο χαρταετό.

-Είσαι χαρούμενος; Είσαι ευτυχισμένος; Ρώτησε η τρελούτσικη Ηλιαχτίδα τον παράξενο χαρταετό.
– Και βέβαια είμαι ευτυχισμένος!
– Όμως, δεν έχεις ζωγραφιές, δεν έχεις χρώματα φανταχτερά ούτε σγουρή ουρά και αστεία σκουλαρίκια.
– Είμαι ευτυχισμένος, γιατί είμαι ελεύθερος! Ταξιδεύω δίχως σπάγκο. Όλα είναι δικά μου!
– Μμμμ, έκανε η Τρελούτσικη Ηλιαχτίδα σκεφτική.
– Χα, χα, χα!…κορόιδεψαν οι άλλοι χαρταετοί. Και πού είναι τα σκουλαρίκια σου;
– Να τα, είπε ο λεύτερος χαρταετός και πήρε δυο αχνούτσικα αστεράκια από το περιβόλι της νύχτας και τα κρέμασε στ’ αυτάκια του.
Λάμψανε τ’ αστράκια, ίδιο χρυσάφι.
-Μμμμ έκανε πάλι η αχτιδούλα σκεφτική. Ίσως να έχεις δίκιο, ίσως να έχεις άδικο. Κι η ουρά σου πού είναι;
– Είμαι ένα λεύτερος χαρταετός και όποτε θέλω παίρνω για ουρά μου έν’ άσπρο σύννεφο.
'Ετσι αποκρίθηκε και γάντζωσε στο ξυλαράκι του ένα άσπρο σύννεφο.

-'Εχεις δίκιο! είπαν οι χαρταετοί.

- Είσαι όμορφος! θαύμασε η Τρελούτσικη.

- Είμαι ελεύθερος! είπε ο χαρταετός κι οι άλλοι ζήλεψαν.

Τώρα θέλανε να’ χουν κι αυτοί την ομορφιά του λεύτερου, μα ήτανε τόσο γεμάτοι με ψευτομπιχλιμπίδια, που δεν είχαν χώρο ούτε για μια κλωστίτσα ήλιου.

Ο παράξενος χαρταετός ξανοίχτηκε στον ατέλειωτο ουρανό. Πήγε τόσο ψηλά και τόσο μακριά, που κανένας χαρταετός δεν μπορούσε να φτάσει, γιατί κανένας σπάγκος δεν είναι τόσο μεγάλος. Ο φιλαράκος μας αρμένιζε στον κόσμο, στολισμένος με όλα τα λεύτερα πράγματα που ο καθένας μπορεί να χαίρεται. Το φως, το σύννεφο, τ’ αστέρια, το τραγούδι.

(Από το βιβλίο της Γλώσσας β΄δημοτικού, έκδοση 1983)

 

Αποθήκευση

εικόνα: inesysutaller.blogspot.com.ar