Μενού
''Οκτώβριος ο βροχοποιός''

 Τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη. Απογευματάκι, κι ο παππούς ο Χρόνος ψήνει ένα τσάι και κάθεται στην κουνιστή του πολυθρόνα.

Στην άλλη άκρη του δωματίου, ο Σεπτέμβριος τελειώνει το γράμμα του, προς τους ανθρώπους:

"..Σε λίγες ώρες θα σας αποχαιρετήσω καλοί μου φίλοι. Πέρασα ωραία μαζί σας το 2022 και εύχομαι να σας ξαναβρώ καλά και το 2023. Να ντύνεστε με ζεστά ρούχα, γιατί ο καιρός έχει αρχίσει να κρυώνει. Να τρώτε καλά και να μελετάτε και να κοιμάστε νωρίς, για να ξεκουράζεστε. Και κάτι ακόμα!

Να προσέχετε τις φωλιές των χελιδονιών και μην ξεχνάτε να ρίχνετε ψιχουλάκια στον σπουργίτη, μα και στον καλογιάννο που όπου νάναι θα φανεί μαζί με τον αδελφό μου τον Οκτώβριο''.

Με πολλή αγάπη, ο  καλός σας φίλος,

ο μήνας Σεπτέμβριος

 Δυο-τρεις σταγόνες κι ύστερα τέσσερις και πέντε και σε λίγο αμέτρητες, άρχισαν να χορεύουν πάνω στα κεραμίδια της σκεπής.

Η γάτα χουχούλιασε στα πόδια του παππού του Χρόνου, ενώ ο παππούς αφού ρουφά πρώτα λίγο τσάι για να ζεσταθεί, λέει χαμογελώντας:

Τόκαμε και πάλι το θαύμα του, ο αδελφός σου ο Οκτώβριος.

Ο Σεπτέμβριος τραβά την κουρτίνα και…νάτος ο  Οκτώβριος με τη μεγάλη του ομπρέλα να χορεύει κάτω από τη βροχή, παριστάνοντας τον βροχοποιό.

 Βέβαια…μεταξύ μας τώρα…τα πράγματα έγιναν κάπως αλλιώς. Όλο το καλοκαίρι ο ήλιος ο ζεστός έκαψε με τις ακτίνες του, τη θάλασσα και τις λίμνες και τα ποτάμια. Οι σταγόνες του νερού που κατοικούν εκεί μέσα, έβρασαν από τούτη τη ζέστη γι αυτό κι αποφάσισαν να φύγουν και να πάνε κάπου πιο ψηλά για να δροσιστούν.

‘Επιασαν τότε η μια το χέρι της αλληνής και ψήλωσαν πολύ και έφτασαν στον ουρανό. Με τον καιρό μαζεύτηκαν πολλές εκεί επάνω. Και στην αρχή έγιναν μεγάλα άσπρα, μπαμπακένια σύννεφα, που τα έβλεπαν οι άνθρωποι και τα θαύμαζαν για τα ωραία τους σχήματα, ενώ τα παιδιά ήθελαν να ανέβουν ψηλά και να ταξιδέψουν μαζί τους για να δουν από εκεί τον κόσμο.

Μα καθώς περνούσε το ζεστό καλοκαίρι, κι οι σταγόνες είχαν μαζευτεί πια πάρα πολλές, τα μπαμπακένια σύννεφά τους,  άρχισαν να γίνονται γκρίζα και μολυβί, αφού όλο και πιο πολύ βάραιναν. ‘Ωσπου…σήμερα το απόγευμα μία σταγόνα φώναξε τρομαγμένη:

«’Ερχεται ο αέρας! ‘Ερχεται ο αέρας!»

«’Ερχεται ο αέρας! ‘Ερχεται ο αέρας!», φώναξαν τότε όλες μαζί κι άρχισαν να στριμώχνονται η μία δίπλα στην άλλη για να προφυλαχτούν από τον αέρα που τις φυσούσε και τις κυνηγούσε. Στριμώχτηκαν όμως τόσο πολύ, που κατάλαβαν πως δεν μπορούσαν άλλο να κρατηθούν στον ουρανό. Είχε έρθει η ώρα να γυρίσουν στη γη και στη μάνα τους τη θάλασσα.

Στην αρχή έπεφταν σιγανά κι ύστερα γρήγορα και δυνατά ενώ ο ουρανός τις αποχαιρετούσε με τις βροντές και τις αστραπές. Τα χελιδόνια έγιναν μούσκεμα  και σταμάτησαν να τιτιβίζουν, ενώ το πιο μικρό φταρνίστηκε κιόλας.

«Ελπίζω να έχετε κάνει τις κατάλληλες προετοιμασίες. Αύριο το πρωί, ξεκινάμε για το μεγάλο μας ταξίδι στο Νότο», είπε ο Πελαργός κι ύστερα άνοιξε τα μεγάλα του φτερά και πέταξε κοντά στις αγριόπαπιες για να τακτοποιήσουν μαζί τις τελευταίες λεπτομέρειες ταξιδιού.

Η μυρωδιά της βρεγμένης γης σκόρπισε παντού κι ο γεωργός που γύρισε στο σπίτι βρεγμένος μα χαμογελαστός και πολύ ικανοποιημένος με τούτο το πρωτοβρόχι,  λέει στη γυναίκα του:

«Δόξα τω Θεώ, η γη  θα ξεδιψάσει τώρα.»

                                                                                                                                                                                                                                                                                  πίνακας, ''Φθινόπωρο'', Σπύρος Βασιλείου

Η νύχτα μεγάλωσε περισσότερο και πήρε γρήγορα τη θέση της αδελφής της της ημέρας και ο Οκτώβριος κάτω από τη μεγάλη του ομπρέλα τραγουδά σε σκοπό γλυκό και μελαγχολικό:

«Το πρωτοβρόχι κλαίει πάλι στη σιγαλιά

Βρεγμένη γη μυρίζει και φεύγουν τα πουλιά!

Τα φύλλα ξεψυχάνε απάνω στα κλαριά

Και τα παιδιά γυρνάνε και πάλι στα σχολειά.

Οι γεωργοί αρχίζουνε τώρα την σπορά

Και οι βοσκοί γυρίζουν πάλι στα χειμμαδιά!»

 Ο Σεπτέμβριος ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του παππού του Χρόνου και  αγκαλιάζει τον Οκτώβριο που είναι ήδη στο πλατύσκαλο.

-Καλωσόρισες αδελφέ μου, του λέει.

-Καλώς σε βρήκα Σεπτέμβριε και καλό σου ταξίδι, χαμογελά ο Οκτώβριος και ανταποδίδει τον χαιρετισμό στον αδελφό του που κρατά τη μικρή του βαλίτσα και είναι έτοιμος για αναχώρηση.

-Σε χαιρετώ αδελφέ μου. Θα τα πούμε σε 31 ημέρες. Να περάσεις καλά, εύχεται ο Σεπτέμβριος. Ο Οκτώβριος τον αποχαιρετά συγκινημένος και μπαίνει στο σπίτι του παππού του Χρόνου. 

-Καλώς τον, τον εγγονό μου! Καλώς τον, τον  καλό μου μήνα τον Οκτώβριο, τον καλοδέχεται ο Χρόνος και τον αγκαλιάζει με πολλή πολλή αγάπη, ενώ...τυλίγεται με κείνη τη μάλλινη την κουβερτούλα, ακόμα πιο πολύ.

-Ακόμα δεν ήρθες και μου έφερες μια ανατριχίλα, λέει και χαμογελά και αφού λένε τα νέα τους με τον Οκτώβριο, ο παππούς ο Χρόνος αποκοιμιέται σιγά-σιγά στην κουνιστή του την πολυθρόνα, με το νανούρισμα της βροχής.

Το άλλο πρωί ο Οκτώβριος άνοιξε το παράθυρο. ‘Όλα γύρω του, φρεσκοπλυμμένα και καθαρά από την χθεσινή βροχή, λαμπυρίζουν κάτω από το πρώτο φως του ήλιου.

Τα κυκλάμινα που έχουν γεμίσει του κήπου τα παρτέρια, στεγγνώνουν τα μεγάλα τους πέταλα.

 

Το κουδούνι του σχολείου χτυπά δυνατά κι όταν τα παιδιά μαζεύονται φωνάζουν:

«Καλό μήνα!»

Πέρα στο βάθος, φάνηκε  ο γεωργός να οργώνει το χωράφι του, ενώ τα χελιδόνια με τις αγριόπαπιες και τον πελαργό ξεκινούν το μεγάλο τους ταξίδι για τις ζεστές χώρες.

Ο Οκτώβριος συγκινημένος και πάλι, σηκώνει το χέρι κι αποχαιρετά τα αποδημητικά πουλιά:

«Στο καλό! Να ξαναρθείτε πρόσχαρα πουλιά

Κι άγγιχτη θα ξαναβρείτε την παλιά φωλιά»

                                                         "Μέλισσα"

Ο Σπουργίτης... συγκινημένος κι εκείνος από το  φευγιό των φίλων του, ακούει  το λυπημένο τραγούδι του Οκτώβρη και κάθεται πάνω στον ώμο του.

                                                                                                                                                                                                                                                                                                        

-Μη λυπάσαι Οκτώβριε, αναστενάζει. Δεν το ξέρεις δα, πώς έτσι είναι αυτή η ζωή; Γεμάτη από αποχωρισμούς αλλά και καλωσορίσματα. Να, να! Κοίτα! 'Οπου νάναι φτάνει ο Καλογιάννος. Και το ξέρεις και από άλλες χρονιές πώς κάνουμε καλή παρέα οι τρεις μας.

-Και αλήθεια, λες, λέει ο Οκτώβρης που βλέπει τον Καλογιάννο με τον κοκκινόχρωμο λαιμό, να καταφτάνει και να προσγειώνεται στα κλαδιά της λυγαριάς μαζί με όλη του την οικογένεια.

                                                                                                                                                                                                                                                     φωτ.unsplash

"Στῆς λυγαριᾶς τ’ ὁλόξερο κλαδί

τοῦ φθινοπώρου φτωχικό παιδί,

ὁ καλογιάννος, πρόσχαρος προβάλλει.

Με λόγια ταπεινά και σιγανά, 

μικρός προφήτης, φτερωτός μηνᾶ

την Ἄνοιξη, που θα γυρίση πάλι".

                            Γ.Δροσίνης

Ο Οκτώβριος βέβαια, σαν μήνας φθινοπωρινός, το έχει και λίγο στη φύση του να είναι μελαγχολικός. Γι αυτό και του αρέσει να ζωγραφίζει. Για να εκφράζει το μέσα του. Παίρνει λοιπόν τα πινέλα του και ετοιμάζει χρώματα, γκρι και καφέ, κίτρινα και πορτοκαλί και βγαίνει να ζωγραφίσει τη φύση που δεν άργησε να πάρει τα χρώματα της γης. Τα γήινα χρώματα. Κι ο άνεμος που ήρθε να θαυμάσει τα έργα του Οκτώβρη, φύσηξε με μιας λέγοντας:

-Πανέμορφη η ζωγραφιά σου, όπως πάντοτε, Οκτώβριε .

Τούτο το πρώτο φύσημα του ανέμου έριξε και τα πρώτα φύλλα των δέντρων στη γη. Κι εκείνη, σαν μάνα που είναι, άνοιξε την αγκαλιά της και τα καλοδέχτηκε.

-Οκτώβριε, μη χάνουμε χρόνο, πρέπει να βάλουμε τα ζώα για ύπνο, λέει ο σπουργίτης τιτιβίζοντας και ξεκινούν μαζί για το δάσος.

Ο σκαντζόχοιρος μόλις έχει τελειώσει το τελευταίο του μεγάλο γεύμα.

-Μην με κοιτάτε που έχω φάει πολύ, λέει. Είναι που πρέπει να αποθηκεύσω λίπος. Λένε πως θα έχουμε βαρύ χειμώνα.

Τα σκιουράκια έχουν φορέσει ήδη τις μπυτζάμες τους, ενώ ο βάτραχος και το φίδι έχουν σκεπαστεί καλά με ένα μεγάλο πάπλωμα από φύλλα. Η χελώνα που βλέπει τον Οκτώβριο και τον σπουργίτη, χασμουριέται και τρίβοντας τα  νυσταγμένα της μάτια, λέει:

-Με συγχωρείτε που δεν μπορώ να μείνω να κάνουμε λίγη παρέα. Πολύ θα το ήθελα, μα καλέ μου Οκτώβριε, δεν ξέρω πως τα καταφέρνεις πάντα και μου φέρνεις και χουζούρι και ύπνο. Μεγάλο ύπνο και βαρύ. Χειμερία νάρκη στην κυριολεξία.

-Μα αυτή είναι η δουλειά μου,  γελάει ο Οκτώβριος με τη νύστα της Χελώνας.

-Ναι, ναι! Αυτή είναι η δουλειά του, επαναλαμβάνει ο Σπουργίτης, που πετά πότε πάνω από τη φωλιά του αρουραίου και πότε πάνω από την τρύπα του φιδιού για να δει τι γίνεται με αυτούς τους δυο, που πάντα είναι "σκόρδο-κρεμμύδι''.

-Εντάξει, έπιασαν το ροχαλητό, λέει στον Οκτώβριο κι ύστερα  κοιτάζει με θαυμασμό τις πασχαλίτσες, που όλες μαζί αγκαλιασμένες έχουν φτιάξει ένα παχύ στρώμα για να ζεσταίνονται στα κρύα του χειμώνα και μέχρι να έρθει η ‘Ανοιξη.

                                                                                                                                                                                                                                        

 Πότε με τη μια δουλειά και πότε με την άλλη, περνούν οι μέρες που όλο και πιο πολύ μικραίνουν, δίνοντας στις νύχτες τις πιο πολλές τους ώρες

. Ο μούστος βράζει στα βαρέλια και Οκτώβριος με τον Σπουργίτη, δοκιμάζουν μουστοκούλουρα και μουσταλευριά και φυλάνε το πετιμέζι στα μπουκάλια.

-Φάρμακο για τον βήχα, λέει ο Οκτώβριος την ώρα που το βάζει στο ντουλάπι και ο Σπουργίτης που τον ακούει, ξεροβήχει γιατί θέλει και από αυτό να δοκιμάσει.

 Σιγά-σιγά και λίγο λίγο πότε με βροχή και πότε με ήλιο ο Οκτώβριος έφτασε να μετρά 26 μέρες. ‘Ενας μεγάλος ήλιος βγαίνει τη μέρα αυτή κι οι άνθρωποι που ήδη είχαν κατεβάσει από τις ντουλάπες τα πιο ζεστά τους ρούχα, έμειναν με τα κοντομάνικα και ξεκίνησαν για την εκκλησιά του Άγιου Δημητρίου που γιόρταζε τη μέρα εκείνη.

                                                                                          φωτ. pinterest

Μόλις το άκουσε ο Οκτώβριος, γέλασε και καθώς ακολουθούσε κι εκείνος τον δρόμο για το πανηγύρι του Αγίου, σιγοτραγούδησε:

«Αγιοδημητράκι, αγιοδημητράκι, μικρό- μικρό καλοκαιράκι!»

Το βράδυ πέρασε από το σπίτι της Δήμητρας και του Δημήτρη κι εκεί τον κέρασαν μπακλαβαδάκι με φρέσκα καρύδια και αμύγδαλα και μπόλικο σιρόπι από μέλι μοσχομυριστό.

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                    φωτ. ΤΒΜ

 Την εικοστή έβδομη ημέρα του, ο Οκτώβρης ξύπνησε πρωί πρωί κι έβγαλε τη σημαία τη γαλανόλευκη από το μπαούλο.

Την κρέμασε στο μπαλκόνι κι εκείνη άρχισε να κυματίζει με περηφάνεια για εκείνο το ένδοξο ΟΧΙ που είπαν οι ‘Ελληνες το 1940!

Ύστερα πέρασε από το σχολείο κι άκουσε τα παιδιά να λένε ποιήματα και τραγούδια στη σχολική τους γιορτή.

Την 28η μέρα του ο Οκτώβριος παρακολουθούσε συγκινημένος τη μεγάλη παρέλαση στη Θεσσαλονίκη.

-Και γιατί κάνουμε παρελάσεις Οκτώβριε; ρώτησε ο σπουργίτης.

-Για να θυμόμαστε και να τιμάμε και ποτέ να μην ξεχνάμε όλους εκείνους που υπερασπίστηκαν την ελευθερία, δίνοντας και τη ζωή τους την ίδια.

Τελευταία ημέρα του Οκτωβρίου.

-Πωπω! Πώς περνάει ο καιρός κλαψουρίζει ο σπουργίτης. Κι όσο δεν αντέχω τους αποχαιρετισμούς…

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                  φωτ. unsplash

-‘Ελα μη λυπάσαι…να ντύνεσαι καλά, να προσέχεις στις καταιγίδες κι όταν τα κρύα σφίξουν και δεν βρίσκεις τροφή να πηγαίνεις στον κήπο που σου έχω μια ταΐστρα. Α! κι άμα σε πιάσει και κανένας ξερόβηχας πιες λίγο πετιμέζι, λέει ο Οκτώβρης στον μικρό σπουργίτη. ‘Υστερα, κοιτά γύρω του, τη φύση, τους ανθρώπους…σκορπά μια μεγάλη αγκαλιά από κίτρινα και βυσσινί χρυσάνθεμα και ξεκινά για το ταξίδι της επιστροφής.

 

                                                                                                                TBM

                                                                                                                                           'Ενας παππούς, τέσσερα παιδιά, δώδεκα εγγόνια

εικόνες: 1,2,3,4,5,7,8,9,10,11,12,14,17-unsplash free photo
 εικόνα 6: "φθινόπωρο", Σπύρος Βασιλείου
εικ 15 : pinterest
εικ. εξωφύλλου και εικ. 13 κ 16, Τίνα Βλασταράκου-Μεταξά