«Χελιδόνα έρχεται απ’τη Μαύρη Θάλασσα,
Θάλασσα επέρασε κι έκατσε και λάλησε:
.-
Μάρτης μας ήρθε τα λουλούδα ανθίζουν»
-Καλώς τους, καλώς τους, φώναξε με χαρούμενη φωνή η Φύση, βλέποντας την τριάδα να πλησιάζει. Πρώτος και καλύτερος ερχόταν ο Μάρτης, σφυρίζοντας το τραγουδώντας:
«Βάλε κλωστή στο δάχτυλο, στον ήλιο μη μαυρίσεις πάρε και το ζακέτο σου να μην κρυολογήσεις».
-Επιμένω πως ο ήλιος στις μέρες μου ξεθαρρεύει και όλοι πρέπει να φορέσουμε το μαρτίσι.
-Εγώ πάντως, Μάρτη μου, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, γκρίνιαξε το χελιδόνι που ερχόταν πιο πίσω, ενώ ο πλουμιστός χαρταετός που συμπλήρωνε την παρέα, καμάρωνε τα καινούρια του στολίδια.
-Μην αρχίσεις ξανά τις τρέλες σου, Μάρτη μου, σε παρακαλώ, γιατί την επόμενη φορά,στο λέω! Θα έρθεις μοναχός σου! Μεγάλωσες πια και πρέπει να πάψεις να συμπεριφέρεσαι σαν κακομαθημένος, συνέχισε να γκρινιάζει το Χελιδόνι.
-Η μάνα του, η Άνοιξη, τα φταίει, που όταν ήτανε μικρός δεν τού τις έβρεξε καμιά φορά μα πάντα φρόντιζε να κάνει όλα τα χατήρια στον πρωτότοκο τον κανακάρη της. Τον ‘Ηλιο ήθελε ο Μάρτης;
Τον Ήλιο τού’φερνε η Άνοιξη!
Την Βροχή ήθελε ο Μάρτης;
«’Ελα κυρα-Βροχή να σε χαρώ», πατρακαλούσε η ‘Ανοιξη.
Τον Χιονιά ήθελε; Τον Χιονιά τού φωνάζανε, για να παίξει μαζί του χιονοπόλεμο!
«Πρόσεχε, κόρη μου, θα τον κακομάθεις», τη συμβούλευε ο πατέρας της, ο Χρόνος.
Μα εκείνη πού να ακούσει; Και τώρα; Να τα αποτελέσματα!
«Μάρτης είναι, χάδια κάνει. Πότε κλαίει, πότε γελάει».
Αυτά τα λόγια είπε η Φύση κι ύστερα έκανε μια μεγάλη και χαρούμενη αγκαλιά στον Μάρτη, καλωσορίζοντάς τον, γιατί…πώς να το κάνουμε…δεν μπορούσε να μην ομολογήσει πως ήταν αυτός που θα έφερνε την ‘Ανοιξη.
-Ναι, αλλά εμένα, άλλα μού έλεγε, παραπονέθηκε ξανά το χελιδόνι. Γιατί, εγώ κυρία Φύση μου, δεν ήθελα να έρθω τόσο νωρίς. Εκείνος μού’φαγε τα αυτιά, λέγοντάς μου συνεχώς:
«Από Μαρτιού Καλοκαιριά και απ’ Αύγουστο, Χειμώνας».
-Μμμ…λες και δεν τον ξέρεις, πετάχτηκε ο Χαρταετός, που τόση ώρα άκουγε κι όλο ελικνιζόταν στο φύσημα του ανέμου:
«Ο Μάρτης, ο πεντάγνωμος, πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε που δεν εξαναχιόνισε»!
-Μα τι σας έπιασε όλους τώρα, συννέφιασε ο Μάρτης. Πώς κάνετε έτσι; Χωρίς λίγη τρέλα, η ζωή δεν έχει νοστιμιά
.-Εμ…τα βλέπεις; Και μετά παραπονιέσαι, που σε λένε Τρελομάρτη, μουρμούρισε ο χαρταετός που πρόσεχε τα λόγια του για να μην πολυχαλάσει τη διάθεση του Μάρτη.
-Και επίσης, λένε και «Μάρτη, γδάρτη και κακό παλουκοκάφτη» και…τον «Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια», ξαναγκρίνιαξε το χελιδόνι.
-Εγώ φταίω, που... εκείνη η περήφανη γριά, που πάντα βόσκει τα τριάντα της αρνιά, όταν με βλέπει να μην κάνω τρέλες με κοροϊδεύει και μου λέει:
«Μάρτη, Μάρτη, κοίτα εδώ, πως τα αρνιά μου ξεχειμώνιασα και καθόλου δε σε λόγιασα»;
Τότε κι εγώ για να της δείξω πως ποτέ δεν χάνω τη δύναμή μου, σκορπίζω στη στιγμή, χιόνι σε όλες τις ραχούλες και παγώνει και η γριά και όλα της τα αρνιά!
-Μάρτη μου καλέ, τον καλόπιασε η Φύση. Αξίζει μόνο και μόνο για έναν κακό εγωισμό, σε μια στιγμή, να κάνεις τόσο κακό γύρω σου; Γιατί ο σοφός μας ο λαός λέει πως
«Του Μάρτη χιόνι βούτυρο…μα σαν παγώσει μάρμαρο».
-Ουφ! Δεν σας αντέχω άλλο! Πάω να βρω την κυρα Σαρακοστή, που ούτε μιλάει, ούτε λαλάει. Είναι πολύ εύκολο να κρίνεις τα ελαττώματα των άλλων, μα και πολύ δύσκολο να αναγνωρίζεις τα δικά σου. Κι εγώ δε λέω…και πεντάγνωμος είμαι και κλαψομάρτης και τρελομάρτης. ‘Όμως τίποτα καλό δεν έχω σα μήνας;
-Πώς καλέ μου; Και έχεις και παραέχεις, τον παρηγόρησε η Φύση ετούτη τη φορά.
Γιατί μπορεί να είσαι χαδιάρης αλλά είσαι και πολύ εργατικός. Θαυμάσιος κλαδευτής και φυτευτής μαζί.
«Κι αν κάνεις εσύ ο Μάρτης δυο νερά κι ο αδερφός σου ο Απρίλης, άλλο ένα,
χαρά σε κείνον τον ζευγά, που έχει πολλά σπαρμένα».
Κι εγώ, πρέπει να το ομολογήσω πως στις δικές σου μέρες παίρνω δύναμη και νιώθω πως ξαναγεννιέμαι. Και τότε δίνω δύναμη και σε όλα τα δέντρα και τα λουλούδια και τα φυτά, που αρχίζουν να πρασινίζουν και να μπουμπουκιάζουν, σκορπώντας γύρω της μάνας σου, της ‘Ανοιξης το μήνυμα.
- Μα κι εγώ, με τον δικό σου ερχομό, πιο μεγάλη γίνομαι και φτάνω στις ώρες τη Νύχτα την αδερφή μου, τον υπερασπίστηκε και η Ημέρα που τόση ώρα παρακολουθούσε σκεπτική, όλη τη μεγάλη κουβέντα.
-Πωπώ, φασαρία! Μα καθόλου δεν σκέπτεστε τον ύπνο του άλλου, ακούστηκε τότε μια άλλη φωνή και τούτη τη φορά ήταν ο σκαντζόχοιρος που έβγαινε αγουροξυπνημένος από τη φωλιά του. Κι ενώ τέντωνε τα αγκάθια του και χασμουριόταν, ρώτησε με ύφος μαχμουρλίδικο:
-Αλήθεια, τι μήνα έχουμε;
-Ολόκληρο Μάρτη, έχουμε! Δεν τον βλέπεις, μπήκε στη μέση πεταρίζοντας ξανά το χελιδόνι κι ύστερα πήγε και έκατσε επάνω στον ώμο του Μάρτη που τόσο πολύ αγαπούσε.
-Τι; ήρθε κιόλας ο Μάρτης; Αμάν με παραπήρε ο ύπνος, αγχώθηκε ο σκαντζόχοιρος που τώρα φάνηκε να ξυπνάει για τα καλά.
-Καλωσόρισες, καλέ μου φίλε, μα θα σε δω αργότερα. 'Εχουμε πολλά να πούμε οι δυο μας. ‘Όμως τώρα τρέχω να σημάνω εγερτήριο. Ξέρεις πόσους έχω να ξυπνήσω, είπε ο σκαντζόχοιρος και πήρε το βιολί του για να ξυπνήσει με μελωδίες, όλους τους φίλους του, που όπως κι εκείνος, είχαν πέσει σε χειμερία νάρκη.
-Ξέρω, ξέρω, χαμογέλασε ο Μάρτης και ξεκινάει κι εκείνος, να πάει να βρει την κυρά Σαρακοστή, αφού ποτέ «δεν λείπει» από αυτήν.
Ξέρεις πως τον περιμένει και λαχταράει να φάει τη λαγάνα, τις ελίτσες, το κρεμμυδάκι και τον χαλβά, που η Σαρακοστή μόνο γι αυτόν έχει ετοιμάσει.
Ανοίγει το βήμα του γοργό και παίρνει να τρέχει στους αγρούς ο Μάρτης, κρατώντας από το σχοινάκι του τον πλουμιστό χαρταετό, ενώ το χελιδόνι τιτιβίζει με ρυθμό γεμάτο από χαρά κι ελπίδα:
«Ο καλός ο Μάρτης ήρθε και θα φέρει χελιδόνια και στους κάμπους θα κατέβουν
ένα-ένα τα τρυγόνια».
«Ο καλός ο Μάρτης ήρθε και θα φέρει χελιδόνια και στους κάμπους θα κατέβουν
ένα-ένα τα τρυγόνια».
Τίνα Βλασταράκου-Μεταξά
από το βιβλίο, 'Ενας παππούς, τέσσερα παιδιά, δώδεκα εγγόνια.
φωτ. εξωφύλλου,το παιδί και ο χαρταετός: revistacrescer.globo.com Pipa, uma velha conhecida
φωτ. 1, χελιδόνι: revistacrescer.globo.com Pipa, uma velha conhecida
φωτ. 2, ο χαρταετός: pinterest Donna Weber, Flying Kite Art
φωτ. 3, ο σκαντζόχοιρος: kirdiy.com
φωτ. 4, χελιδόνια στον κάμπο:dickensian-dandy.tumblr.com
ασπρόμαυρη εικόνα: Ο ερχομός του Μάρτη, ΤΒΜ
.