Μενού
"Το δαχτυλίδι του Προφήτη Συμεών"

  Η παράδοση λέει πως πολλά χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού βασίλευε στην Αίγυπτο ο Έλληνας  βασιλιάς ο Πτολεμαίος ο Β', ο Φιλάδελφος.

Ο Πτολεμαίος, που ήταν εθνικός, θέλησε να μεταφράσει την Πεντάτευχο του Μωϋσή καθώς και τα υπόλοιπα δεκαεννιά βιβλία του Εβραϊκού νόμου.

Έτσι διέταξε τους αξιωματούχους του να στείλουν μια επιστολή στον Ιουδαίο Αρχιερέα Ελεάζαρ για να στείλει όλα τα κείμενα καθώς και 72 λόγιους ελληνιστές Ιουδαίους να αναλάβουν τη μετάφραση, γιατί τα βιβλία ήταν γραμμένα στα 'Οταν οι εβδομήντα δύο λόγιοι και σοφοί Εβραίοι, έξι από κάθε φυλή του Ισραήλ, που γνώριζαν πολύ καλά την "κοινή ελληνική", έφτασαν στο νησί Φάρος της Αλεξάνδρειας, ο Πτολεμαίος τους υποδέχτηκε με μεγάλες  τιμές και πρόσταξε να τους περιποιούνται και να τους δίνουν βασιλικά φαγητά  μέχρις ότου να μεταφράσουν τα βιβλία.
Ανάμεσα σε αυτούς τους Εβραίους σοφούς ήταν και ο προφήτης  Συμεών. Η μετάφραση των βιβλίων κάποτε τελείωσε και οι εβδομήντα δύο διδάσκαλοι πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Καθώς μιλούσαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού για τα βιβλία και το περιεχόμενο αυτών ο Συμεών είπε: 

Καθώς επέστρεφαν οι διδάσκαλοι αυτοί στην πατρίδα τους, στο δρόμο μιλούσαν για το περιεχόμενο αυτών των βιβλίων, κι ο Συμεών είπε:

«Ερμηνεύοντας τον προφήτη Ησαΐα, διάβασα πως μία Παρθένος θα γεννήσει υιό.  Και θα είναι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, που σημαίνει ο Θεός μαζί μας. Όμως πώς είναι δυνατό παρθένος να γεννήσει; Πώς είναι δυνατό ένας Θεός να γεννηθεί;» Η αμφιβολία του ήταν ολοφάνερη.

Έτσι, φτάνοντας σε ένα ποτάμι ο Συμεών βγάζει το δαχτυλίδι του και το ρίχνει μέσα στο νερό λέγοντας:

«Αν είναι αλήθεια όλα αυτά, τότε το δαχτυλίδι μου πάλι να γυρίσει σε μένα».

Το βράδυ αγόρασαν ψάρια από μια πόλη που ήταν κοντά στο ποτάμι για να φάνε. Πήρε και ο Συμεών το ψάρι του και καθώς το άνοιξε έμεινε κατάπληκτος γιατρί βρήκε μέσα σε αυτό το δαχτυλίδι του.

 Ο Συμεών ήταν δίκαιος και ευλαβής και το Πνεύμα του Θεού ήταν ­επάνω του γι αυτό είχε λάβει αποκάλυψη ότι δεν θα τελείωνε την ζωή του προτού δει τον Χριστό.  Γέροντας ήταν ο Συμεών και πε­ρίμενε την εκπλήρωση της υποσχέσεως. Έμενε στον ναό μέσα και μονολογούσε:

"Όπου και να γεννηθεί, οπωσδήποτε εδώ θα παρουσιασθεί".

Γι αυτό κι εκείνη την ημέρα του σαραντισμού, πληροφορημένος από το Άγιο Πνεύμα  στάθηκε στην πόρτα, γεμάτος ευχαρίστηση και αγαλλίαση να λάβει την εκπλήρωση της υποσχέσεως. Μέσα στην προσδοκία αυτή, φάνηκαν να έρχονται ο Ιωσήφ με την Παρθένο, που κρατούσε τον Ιησού.

 Και ο Συμεών δέχτηκε στην αγκαλιά του τον Ιησού και ευλόγησε τον Θεό και είπε:

«Τώρα, Κύριε, μπορεῖς ν᾿ ἀφήσεις τό δοῦλο σουνά πεθάνει εἰρηνικά,

ὅπως τοῦ ὑποσχέθηκες,γιατί τά μάτια μου εἶδαν τό σωτήρα

πού ἑτοίμασες γιά ὅλους τούς λαούς,φῶς πού θά φωτίσει τά ἔθνη

καί θά δοξάσει τό λαό σου τόν Ἰσραήλ»(Λουκ.2,29-32).

 

Σημ.: Ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς γράφει στον Πρόλογο της Αχρίδος για τον Συμεών:

[...]'Εφτασε στο επίμαχο σημείο της προφητείας. Αυτό του προκάλεσε σύγχυση και στην αμηχανία του, πήρε ένα μαχαιρίδιο για να αφαιρέσει την λέξη “παρθένος” και να την αντικαταστήσει με την ελληνική λέξη “νεάνις”. Αμέσως όμως άγγελος του Θεού παρουσιάστηκε και εμπόδισε τον Συμεών από το εγχείρημα αυτό, εξηγώντας του ότι η προφητεία ήταν αληθής και ορθά γραμμένη […]