Μενού
Νοέμβριος ο ελαιουργός

 

Με το που έφτασε, πρώτα από τα περιβόλια πέρασε, ο Νοέμβρης.

Πώς θα έκανε λες την εμφάνιση του; ‘Ετσι; Με τα χέρια αδειανά;

Όχι, βέβαια! Πάντα κάτι κρατάει για τους αγαπημένους του.

‘Ετσι και τώρα.

Ανεβαίνει στη μηλιά και τραγουδώντας:

 «μήλο μου κόκκινο, ρόιδο βαμμένο γιατί με μάρανες τον πικραμένο»,

ρίχνει στο καλάθι μήλα, μήλα κόκκινα γλυκά, πράσινα, ξινά μεγάλα, μήλα και ξινόμηλα.

Περνά τώρα από την πορτοκαλιά και λέγοντας και σε κείνη ένα τραγούδι:

«πορτοκαλιά μου φουντωτή έχεις περίσσεια κάλλη για ένα πορτοκάλι χαρίζω καθετί»,

γεμίζει το καλάθι με  σαγκουίνια και μέρλιν για δυνατά κοκτέιλ με βιταμίνες πολλές! Ο Χειμώνας πια είναι πολύ κοντά.

Μα και  μανταρίνια μπόλικα μαζεύει για τους μικρούς του φίλους και κατακίτρινα λεμόνια για ξινό και για γλυκό.

 «Λεμονάκι μυρωδάτο και από το περιβόλι αφράτο μην παραμερίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω.»

Κι ύστερα ρόδια πολλά και κυδώνια για γλυκό, τέλειο συνοδευτικό με καφέ ελληνικό.

Βγαίνοντας από το περιβόλι προς τις καστανιές πηγαίνει και μαζεύει κάστανα. Και κάθε φορά που αλλάζει δέντρο, αλλάζει και τραγούδι.

 «Ρίξτε κάστανα στην θράκα, παραμύθια η γιαγιάκα τώρα θα μας πει»

Φορτωμένος όπως είναι ο Νοέμβρης, με μήλα, πορτοκάλια, ρόδα, κυδώνια, κάστανα και καρύδια, εμφανίζεται στους αγαπημένους του.

«Καλωσόρισες, Νοέμβριε! Κλωσόρισες!»

‘Ετσι τον υποδέχονται, οι άνθρωποι που μόλις είχανε βγει από τις εκκλησιές που ήταν και γιόρταζαν τους δίδυμους αγίους Αναργύρους, τον Κοσμά και τον Δαμιανό. Στα χέρια τους κρατούσαν και αγιασμό για να αγιάσουν τα σπίτια τους, τα περιβόλια τους, τα χωράφια και τα ζωντανά τους. 

«Καλώς σας βρήκα και καλά να περάσουμε», εύχεται ο Νοέμβριος και προσφέρει στους ανθρώπους τα δώρα του, ενώ αυτοί με τη σειρά τους στολίζουν τις φρουτιέρες τους.

Και έχει ακόμα πολλά δώρα για εκείνους, γιατί... πρέπει να τους καλοπιάσει, για να τους προετοιμάσει. Ο θείος του, ο Χειμώνας, είναι πια πολύ κοντά.

Και ο Νοέμβριος καταστρώνει το σχέδιό του, έτσι που οι άνθρωποι να μην τρομάξουν με τον ερχομό του. Καιρός είναι να καταλάβουν κι εκείνοι, ότι το καλοκαιράκι είναι πολύ μακριά και ας τους έχει μπερδέψει με τις ζεστές του μέρες, ο αδερφός του Οκτώβριος.

Με τούτα και με τ’άλλα, έρχεται το Βράδυ από πολύ νωρίς, να του κρατήσει συντροφιά. Φέρνει μαζί του και το βοριαδάκι.

«Καλωσόρισες,Νοέμβριε, φίλε μας καλέ», του  λένε οι δυο τους με χαρά.

«Καλώς σας βρήκα», τους χαμογελά εκείνος και ευθύς γίνονται όλοι μια παρέα και ξεκινούν για έναν νυχτερινό περίπατο.

 Το βοριαδάκι στην αρχή είναι ήρεμο και οι άνθρωποι νιώθουν ευχάριστα με την δροσερή πνοή του. ‘Όμως...βοριαδάκι είναι αυτό και εκ φύσεως ανήσυχο. Καθώς ξεθαρρεύει, το σφύριγμά του γίνεται ολοένα και πιο δυνατό, ενώ η πνοή του ολοένα παγώνει και περισσότερο! Ο Νοέμβρης, κοιτάζει γύρω του και βλέπει τους ανθρώπους να τυλίγονται μέσα στα μπουφάν και στις ζακέτες τους.

 «Μάλλον κρύωσαν…Τους ήρθε λίγο απότομο…», λέει κι ανησυχεί μην και αρρωστήσουν οι άνθρωποι με τούτη την αλλαγή.

 «Γρήγορα θα συνηθίσουν", τον καθησυχάζει το  Βράδυ και πριν προλάβουν να συνεχίσουν την κουβέντα τους, αρχίζουν στα κεφάλια τους να χοροπηδούν οι πρώτες σταγόνες της Βροχής.

 «Τώρα είναι που γίναμε μια τρελοπαρέα», σφύριξε ο βοριάς και καθώς ανεβοκατεβαίνει με χαρά, αγκαλιάζει και τις σταγόνες που τόσο του έχουν λείψει.

 Όμως να!  Εκεί που έκανε να τις αγκαλιάσει, μερικές απ’ αυτές που ήταν ακόμα πολύ ψηλά και δεν τον είχαν δει τρόμαξαν με αυτή την παγωμένη αγκαλιά. Τρόμαξαν, τόσο πολύ, που πάγωσαν. Κι ύστερα άσπρισαν… και για να ηρεμήσουν και να μη λιποθυμήσουν,  κάθισαν στις κορυφές των βουνών που... για πρώτη φορά φέτος, φόρεσαν τον άσπρο τους τον σκούφο.

Ο Νοέμβριος φοβήθηκε, μη και το πρώτο χιόνι έβρισκε έξω στην ύπαιθρο τα κοπάδια των βοσκών. Μα οι βοσκοί που είχανε διαβάσει τα σημάδια του καιρού, βρίσκονταν πια στα χειμαδιά.

 ‘Ολοι τώρα το νοιώθουν πως ο καιρός άλλαξε πραγματικά.

Το άλλο πρωί τα παιδιά φόρεσαν τα μαλλινάκια τους στο σχολειό και οι νοικοκυρές έστρωσαν τα χαλιά τους, ενώ οι καμινάδες των σπιτιών είχαν ήδη αρχίσει να καπνίζουν.

 Όταν το ημερολόγιο έγραφε, 8 Νοεμβρίου, ο Νοέμβριος έτρξε γρήγορα να ετοιμαστεί. Γιορτή των Αρχαγγέλων, η μέρα αυτή και οι καμπάνες της μεγάλης εκκλησιάς χτυπούσαν χαρμόσυνα από το πρωί. Ο Νοέμβριος χαίρεται πολύ με τις γιορτές που είναι τόσες πολλές στις μέρες του. Μα σε τούτη τη σημερινή, είναι που γιορτάζουν,οι πιο πολλοί του φίλοι! Ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Άγγελος, ο Σταμάτης!  Ένα σωρό κεράσματα έχει η μέρα ετούτη. Μα ο Νοέμβρης, απ’όλα τα κεράσματα σε ένα έχει αδυναμία! Στον μπακλαβά με τα καρύδια και το μέλι, που φτιάχνει η κυρα-Αγγελική, για να γιορτάσει και το δικό της όνομα και της εγγονής της της Αγγελικούλας.

Το βράδυ της ίδιας μέρας ο Νοέμβριος άκουσε από το σπίτι με την αυλή και τα χαμηλά παράθυρα, μια μανούλα να μαθαίνει στο μικρό της παιδάκι, ετούτη την προσευχούλα:

Είμαι ένα μικρό παιδάκι,

ταπεινό και σε υμνώ

Θεέ μου κάνε η προσευχή μου,

ν’ανεβεί στον ουρανό.  

Στείλε μου Άγγελο προστάτη,

που η ψυχή μου λαχταρά.

Στείλε Θεέ μου να με βάλει

Κάτω από τ’άσπρα του φτερά.

Δείξε μου, τον ίσιο δρόμο 

και την στράτα την καλή

Κάνε ν'αγαπώ τον κόσμο

κι από μένα πιο πολύ.

Έτσι είναι…σκέφτηκε ο Νοέμβριος συγκινημένος που θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια.

‘Ολοι μας έχουμε, έναν άγγελο στο πλάι και μας φυλάει.

 

Στον ελαιώνα

Κάπου εκεί, κατά τη μέση των ημερών του, ο Νοέμβριος ξεκίνησε για τον ελαιώνα. Είδε τους ανθρώπους να χτυπούν τις κλάρες, τις κατάφορτες από καρπό κι είδε και τις ελιές να πέφτουν στα λιόπανα κι ύστερα τις μεγάλες καλαθούνες να γεμίζουν. Ελιές στην σαλάτα, στη νηστεία, με ψωμάκι ή σκέτη που πάει με όλα και στηλώνει.

Ελιά η αιωνόβια! Ελιά η ευλογημένη!

Κι ύστερα είδε τις καλαθούνες στο λιοτριβείο να πηγαίνουν κι εκεί το λάδι το ευλογημένο είδε να βγαίνει. Λάδι το θρεπτικό και το ιατρικό, λάδι του πνεύματος. Η φλόγα μέσα στο διάφανο γυαλάκι, μπροστά εικονίσματα, μοναδική θαλπωρή και φως ιλαρόν στο πρόσωπο της Παναγίας και των Αγίων.

Στον τόπο αυτό που γεννήθηκε η ελιά, γεννήθηκαν και οι Ολυμπιακοί αγώνες και ο κότινος το έπαθλο των αθλητών έμελλε να γίνει και σύμβολο αιώνιο της ειρήνης, της αρετής και της τιμής.

 Γεμάτος από ευχαρίστηση ο Νοέμβρης γυρνάει πίσω στο σπιτικό του παππού του Χρόνου. Από το παράθυρο του σχολειού ακούγονται οι φωνές των παιδιών που τραγουδούν:

Όπου κι αν  και λάχω κατοικία

 δεν μ’ απολείπουν οι καρποί

 ως τα βαθιά μου γηρατεία

δεν βρίσκω στη δουλειά ντροπή.

 Εδώ στον ίσκιο μου από κάτω

ήρθε ο Χριστός να αναπαυθεί

κι ακουστηκε η γλυκιά λαλιά του

λίγο προτού να σταυρωθεί.

 Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

 έχει στη ρίζα μου χυθεί

είμαι η ελιά η τιμημένη.

 Κι οι μέρες περνούν κι καμπάνες της μεγάλης εκκλησιάς δεν έχουν σταματημό. Κάθε μέρα και γιορτή. Ο Νεκτάριος, η Νεκταρία, ο Μηνάς,  η Βικτωρία, ο Χρυσόστομος,ο Φίλιππος και η Φιλίππα, η Ιφιγένεια, ο Ματθαίος, ο Πλάτωνας.

Στις 21 του Νοέμβρη όμως, χτυπούν οι πιο δυνατές και οι πιο χαρμόσυνες.

«Σήμερα, παιδιά, γιορτάζουμε τα Εισόδια της Παναγίας και θα πάμε εκκλησία», είπε η δασκάλα στην τάξη. Κι ενώ εκείνα ετοιμάζονταν να μπουν στις γραμμές τους, για να ξεκινήσουν, οι γυναίκες του χωριού έχουν ήδη φτάσει  στην εκκλησιά, κρατώντας η κάθε μια ένα πιάτο με βρασμένους σπόρους, όπως σιτάρι, ρεβίθια ή φασόλια για ευλογηθούν στη λειτουργία της Παναγίας και να έχουν καλή σοδειά τα χωράφια τους.

Ετούτη την Παναγιά του Νοεμβρίου, στον τόπο μας τη λέμε  «Μεσοσπορίτισσα», γιατί η σπορά είναι ακόμα στα μισά της. Ενώ σε άλλους τόπους που η σπορά έχει τελειώσει, τη λέμε «Αποσπορίτισσα».

‘Ετσι έγραψε η δασκάλα στον πίνακα εκείνη την ημέρα κι έτσι έγραψαν και τα παιδιά στα τεράδιά τους. Ενώ η μικρή Μαρία γιόρταζε για άλλη μια φορά το όνομά της, αφού η νονά της, της είχε πει:

«Κάθε που γιορτάζει η Παναγία, θα γιορτάζεις κι εσύ Μαρία μου. Μα ετούτη τη φορά, στις 21 του Νοεμβρίου, θα είναι καλή σου και η επίσημή σου γιορτή. Και σένα και της Δέσποινας και της Παναγιώτας».

«Γιατί;» είχε ρωτήσει η Μαρία.

«Γιατί στις 21 του Νοέμβρη, γιορτάζουμε την Παναγία μας,  όταν ήταν μικρούλα, σαν και σένα», εξήγησε η νονά στη Μαρία.

Κι ο Νοέμβριος που περρπατά ανάμεσα στους ανθρώπους και ακούει αυτά που λένε, το βράδυ έγραψε στο ημερολόγιό του:

«Αγαπώ πολύ τις νονές που μαθαίνουν τόσο ωραία πράγματα στα βαφτιστήρια τους».

 Λίγες μέρες πια, τού έμειναν του Νοέμβριου για  να τελειώσει το ταξίδι του κι αυτές είναι γεμάτες με γιορτές. Γιορτάζει ακόμα η Κατερίνα, ο Στέλιος με τη Στέλλα, ο Αντρέας κι η Ανδριανή.

Και πού να έρθει ο Δεκέμβριος, σκέφτεται ο Νοέμβριος.

 Το τελευταίο σούρουπο, της τριακοστής του ημέρας, βρίσκει τον Νοέμβριο στο σπίτι του παππού του Χρόνου. Είναι εκεί και ο πατέρας του το Φθινόπωρο μαζί με τα αδέλφια του, τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη. Στο τζάκι σιγοκαίνε τα κούτσουρα της ελιάς, ενώ ο παππούς ψήνει στην θράκα φέτες ζυμωτού ψωμιού και ρίχνει πάνω το πρώτο λάδι. Το αγουρέλαιο. Και είναι τόσο νόστιμες αυτές οι φέτες, που όλοι γλείφουν και τα δάχτυλά τους.

Το Φθινόπωρο, κερνάει τον πατέρα του τον Χρόνο και τους τρεις γιους του, από το καινούργιο κρασί:

«Να είστε καλά παιδιά μου! Και του χρόνου να τα κάμετε όλα τόσο ωραία όπως και φέτος και ακόμα καλύτερα! Κι εσύ πατέρα, λέει ύστερα υψώνοντας το ποτήρι του προς τον Χρόνο, με το καλό να δεχτείς τον άλλο σου τον γιο, τον αδελφό μου τον Χειμώνα».

Τα ποτήρια τσουγκρίζουν, και ο παππούς ο Χρόνος, με το Φθινόπωρο και τους τρεις του γιους, τον Σεπτέμβρη, τον Οκτώβρη και τον Νοέμβρη, πίνουν κόκκινο κρασί, στην υγειά των ωραίων ανθρώπων, που χιλιάδες τώρα χρόνια δουλεύουν αγόγγυστα τη μάνα γη και την αγαπούν, όπως και τη μάνα τους.

Από το σπίτι του Αντρέα, που γιορτάζει, ακούγονται τραγούδια και γλέντια, ενώ ο ξεροβόρι σφυρίζει με όλη του την παγωμένη δύναμη.

«Στις τριάντα, Αϊ (Α)ντριάς, ανδρειεύεται ο Βοριάς»*, λέει ο σοφός, ο παππούς ο Χρόνος και τα ποτήρια ξανατσουγκρίζουν ενώ πλησιάζουν τα μεσάνυχτα και η ώρα του αποχαιρετισμού.  

*Λαϊκή παροιμία που σημαίνει ότι: Στις τριάντα που γιορτάζει ο άγιος Ανδρέας, αντρειεύει, δηλαδή δυναμώνει ο βοριάς και το κρύο.