Μενού
Φοίβη, η ονειροπόλα
'Εβαλε ένα ποτό και βυθίστηκε στον καναπέ. 'Εφερε το ποτήρι στα χείλη. Μια και κάτω. 'Ετσι το ήπιε. ''Ενας κόσμος ολόκληρος γύρω της είχε καταρρεύσει. Μια ζωή ολόκληρη μέσα της είχε προδοθεί. Η ελπίδα έμοιαζε να την έχει εγκαταλείψει. Πώς να πιστέψει πως έπαψε η ομορφιά; Εκείνη, που μια ζωή μόνο σε αυτήν πίστευε και γι αυτήν αγωνιζόταν. Η Φοίβη η ονειροπόλα. 'Ετσι την έλεγαν κι εκείνη γελούσε. Και πήγαινε κόντρα στο ρεύμα και στους καιρούς κι έτσι αντιστεκόταν.
-Αχ, Φοίβη! της έλεγε η 'Αννα, η κολλητή της. Δες ποια είναι η πραγματικότητα και δέξου την. Δεν υπάρχει έρωτας… γάμος και αγάπη και κολοκύθια...συμβιβασμός υπάρχει. Συμβιβασμός και επιβίωση.
Τι να δει και να δεχτεί; Την ασχήμια; Τη μαυρίλα ; Τη σαπίλα; 'Οχι! Χίλιες φορές όχι! Πεισμάτωνε. Τον αγαπούσε τον Πλάτωνα. Αληθινά. Ούτε δεξιά κοιτούσε, ούτε αριστερά. Και οι προκλήσεις; Πολλές και καθημερινές. Μα η Φοίβη δεν τις σχολίαζε ούτε με τον εαυτό της. 'Ηταν ωραία γυναίκα. Και πιο ωραία την έκανε το κοίταγμα που είχε για τη ζωή και τους ανθρώπους.
-'Εχεις και ταμπού και προκαταλήψεις, της είπε την τελευταία φορά η 'Αννα, όταν εκείνος ο πετυχημένος, γοητευτικός άνδρας,την είχε πλησιάσει στη γιορτή που έκανε η φίλη τους και αποζητούσε από εκείνη, έστω ένα μικρό αληθινό ενδιαφέρον.
-Τουλάχιστον, ευχαρίστησε τη γυναικεία φιλαρέσκειά σου. Είναι μέσα στο παιχνίδι και αυτό. Κράτα τον άλλον σε μια εγρήγορση. Δεν καταλαβαίνει αλλιώς. Και εννοούσε η Άννα, τον Πλάτωνα. Μα η Φοίβη ήτανε κυρία με τα όλα της. Ούτε τερτίπια, ούτε τίποτα. Είχε μια ομορφιά, άλλο πράγμα. Σπάνια.
''Υπάρχει και ο έρωτας και ο καημός και το καρδιοχτύπι και η αγάπη'΄. Έτσι έλεγε και με αυτά η Φοίβη, ζούσε και προχωρούσε και χαμογελούσε και τραγούδαγε και μεγάλωνε.
'''Ολα θα τα σηκώσουμε. Και αυτά και τα άλλα και τα βαριά και τα ασήκωτα, γέλαγε. 'Ολα θα τα περάσουμε!'' Και αγκάλιαζε και παρηγορούσε κι έδινε κουράγιο η Φοίβη, σε κάθε κακοτοπιά και δυσκολία. Παντού! Σε όλους και για όλα. Ήταν στήριγμα μαλαματένιο και πιο πολύ για τον Πλάτωνα.Τον άντρα της.
 Μα απόψε έχει βουλιάξει στην πολυθρόνα και δεν λέει να σηκωθεί. Χρόνια που της έταξαν την ευτυχία είχαν περάσει κι ήταν ψέμα;
''Το παν είναι να έχεις καρδιά. Είναι αρετή η καρδιά''. Έτσι δεν έλεγε; Και τώρα που η καρδιά της έγινε πέτρα τι λέει; Τίποτα δεν λέει…μόνο δακρύζει ξανά και ξανά κι ένας λυγμός είναι έτοιμος να γίνει μπόρα και καταιγίδα. Μπόλιασε τη ζωή της με όνειρο και τώρα πώς να το αρνηθεί. Μια φωνή ψυχρή και παγωμένη, κοφτερή σαν γυαλί,που την ξυπνά άγρια και ανελέητα από το όνειρό της.
Η ομίχλη που κατέβηκε από το βουνό ήρθε και έκατσε έξω από το παράθυρο.
''Ζωή χαμένη;'' Αναρωτήθηκε. Ο κόσμος είχε στενέψει ξαφνικά και τραγικά. Στέγνωσε η αγάπη κι ο αγέρας έπαψε να φυσά. Μια αυταπάτη κι ένα τέλος αδυσώπητο.
Σηκώθηκε…Πλησίασε στο παράθυρο με την ομίχλη. Είχε σκοτεινιάσει...Πονούσε.Τι πήρε και τι έδωσε σε αυτήν τη σχέση; Σε αυτόν τον γάμο; 'Εχει σημασία; Ποτέ δεν τα ζύγισε. Μα τώρα; Τώρα όλα έμπαιναν στη ζυγαριά από μόνα τους. Ο Πλατωνας την είχε απατήσει. Και την είχε εξαπατήσει. Ποτέ δεν της είπε κάτι για εκείνη την ιστορία…κι όταν ήρθε η ώρα της αλήθειας ο Πλάτωνας τίποτα δεν αρνήθηκε. 'Ενα έργο χειρός μιας ολόκληρης ζωής...Σαν κάποιος να το ζήλεψε και θέλησε να το ξηλωσει με ορμή…να το ασχημήνει. Είχε  κουράγιο η Φοίβη  να αντισταθεί σε τούτη την ασχήμια; Είχε τη δύναμη να πιστέψει ξανά στην ανθρώπινη ομορφιά;  Κοίταξε έξω από το τζάμι. Η ομίχλη είχε αρχίσει να διαλύεται κι ένα τριαντάφυλλο φάνηκε στο πρεβάζι του παραθύρου. ''Ανοιξε το παράθυρο και το πήρε. Μαζί κι ένα μικρό σημείωμα νωτισμένο σημείωμα. Το ξετύλιξε...Στίχοι του Σεφέρη, που αγαπούσε: 
«…Ίσως ἐκεῖ ποὺ κάποιος ἀντιστέκεται χωρὶς ἐλπίδα, ἴσως ἐκε νὰ ἀρχίζει ἡ ἀνθρώπινη στορία, ποὺ λέμε, κι ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου…»
 Η δική μου ομορφιά ξεκίνησε από σένα...και σε σένα θέλω να τελειώσει.
                                  Πλάτωνας
Πριν κλείσει το παράθυρο  άφησε εκεί το τριαντάφυλλο. Θα του'κανε καλό η παγωνιά της νύχτας. Κράτησε το μικρό χαρτάκι στη χούφτα της και βυθίστηκε ξανά στην μεγάλη πολυθρόνα. Εκεί θα κοιμόταν απόψε και με το χαρτάκι στη χούφτα. ''Ισως έτσι να λιγόστευε ο πόνος της καρδιάς και πού ξέρεις;  ίσως και να ονειρευόταν ξανά , έστω και για λίγο, την ομορφιά του ανθρώπου, η Φοίβη η ονειροπόλα.
                                                                                             ΤΒΜ