Μενού
''Η κλεμμένη γαλοπούλα'' , του Μιλτ. Μαλακάση και ο φιλολογικός καβγάς

Ένα μουντό πρωινό χινοπωριάτικης ημέρας, παραμονές των Χριστουγέννων, εδώ και εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια, ο Ευρυσθένης Τσανάκας, λόγιος και συγγραφέας και άνθρωπος κολασίμων παθών, έπαιρνε τον καφέ του στο υπόστεγο του μικρού καφενείου της Δεξαμενής -στου κυρ Γιάννη. Τον έπινε και εδιάβαζε την εφημερίδα του, επισκοπώντας και από αταβισμόν ζουλαπιού τα περίγυρα, οσμιζόμενος και την ατμόσφαιρα.

Ο Ευρυσθένης Τσανάκας ! Τρομερό πρόσωπο, άνθρωπος πολυφαγάς, καυγατζής, χωρικός, θρασύδειλος, τύραννος και δούλος. Κακολόγος, κακόσουρτος, βραδύς αλλά παρατηρητικός και συγγραφέας με κάποιο ταλέντο.

Είναι πεθαμένος εδώ και είκοσι χρόνια το λιγότερο. Ύστερα από τόσον καιρό, και ο Θεός ακόμα θα τον συγχώρησε. Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Ο Ευρυσθένης Τσανάκας, λοιπόν, εκείνο το πρωί, έκαμε την τύχη του.

Όπως παραφύλαγε, ανασηκωμένος σε μια στιγμή, συνέλαβε με το μάτι το ξεκομμένο γαλόπουλο που κατέβαινε από το Λυκαβητό σαστισμένο και παραπατώντας.

Εκαθόμουν ακριβώς αντίκρυ του και παρακολουθούσα τη σκηνή. Ο Τσανάκας το ήξερε και με υπόβλεπε. Ήμαστε φίλοι αλλά και εχτροί μαζύ. Μ’ αγαπούσε και δε με υπόφερε. Τον εκαυτηρίαζα εκεί που πονούσε και εφρύαζε. Και το πιο που τον λυσσούσε, ήτανε ο αφελής και παιγνιδιάρικος τρόπος μου.

Το γαλί  ως τόσο κατέβαινε· έφτανε τώρα στο διάμεσο των δύο καφενείων, ήσαν τότε δύο τα καφενεία της Δεξαμενής, κι εκεί που κοντοστάθηκε αναποφάσιστο ακόμα, ο Ευρυσθένης Τσανάκας ευρέθηκε στο πλάι του. Είχε πάρει από κάτω ένα ξεροκάλαμο και διαγράφοντας ημικύκλιο, από τη μια μεριά του έκοψε με το σώμα του το δρόμο, ενώ από την άλλη, τάπα, τάπα, με τη βέργα, το ‘φερνε προς το καφενείο. Συγχρόνως με λίγη ψίχα ψωμιού που έτριβε με το άλλο του χέρι, καθησύχαζε το πουλερικό, που αναθαρρεμένο έτσι, παρασύρονταν προς την κατεύθυνση που του έδινε ο Τσανάκας. Ήτανε δε αυτή, μια παράγκα κολλημένη στο καφενείο, και που εφυλάγονταν τα καθίσματα του καλοκαιριού. Εκεί όταν το έφτασε, άνοιξε την πόρτα και αφού έσπρωξε το γαλί με το ξεροκάλαμο μέσα, την έσυρε πάλι προς αυτόν και την έκλεισε.

Εφώναξε τότε τον μικρόν του καφενείου και του είπε, κοιτάζοντας και προς εμένα ύποπτα, αλλά κάπως εξευτελισμένα :

– Άκου, Θανάση, μεσ’ στην αποθήκη είναι ένα γαλόπουλο, αν το ζητήσει κανένας, το δίνεις. Αν όχι, το κρατείς κλεισμένο· το μεσημέρι εγώ θα γυρίσω από δω. Αγόρασέ του και λίγο καλαμπόκι και βάλε του σ’ ένα πιάτο και νερό.

Γυρίζοντας σ’ εμένα, πάμε ; μου λέει, κατεβαίνεις ή θα καθήσεις εδώ;
– Κατεβαίνω, του απάντησα, και σηκώθηκα.


Επήραμε την οδόν Πινδάρου σιωπηλοί για κάμποσα λεπτά και υποβλεπόμενοι.
   Άξαφνα μου λέει : Ξέρεις τι γένεται αυτό το πουλί με πατάτες στο φούρνο; λουκούμι. Αν δεν το γυρέψουν ως το μεσημέρι, θα το κόψω. Θα πω του Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα να το φάμε το βράδυ. Η αφεντιά σου δεν ξέρω τι θα κάμεις. Θα’ρθεις;
– Βρε αδερφέ….
– Να χαθείς, γελοίε, με διέκοψε, και εχωρίσαμε.
Το απόγεμα ήρθε ο Παπαδιαμάντης και με βρήκε.
– Τί θα κάμουμε, μου είπε, το βράδυ θα πάμε;
– Πού;
– Στου κυρ Γιάννη. Ο Τσανάκας, λέει, έχει ένα γαλόπουλο με πατάτες. Εγώ δεν τρώω κρέας σήμερα αλλά αν θέλεις…
-Μα τι έγινε, του είπα, δεν το ζήτησε κανένας;

-Ποιό;

-Το γαλόπουλο. Τι δεν ξέρεις;

-Δεν ξέρω τίποτε.

-Βρε αδερφέ, αυτό το γαλόπουλο ο Τσανάκας το παραπλάνησε το πρωί ξεκομμένο, όπως είπε, από κοπάδι και τo ‘κλεισε στου κυρ Γιάννη και τo ‘κοψε. Θέλεις τώρα να πάμε, δε θέλεις; Η γνώμη μου είναι να φάμε στου Πανταζή (ένα μπακάλικο στην οδό Αναγνωστοπούλου) και να τ’ αφήσουμε αυτά.

-Δίχως άλλο, απάντησε ο Παπαδιαμάντης. Και επρόσθεσε: Αυτό μου ‘λειπε ν’ αρτυθώ τέτοια μέρα σήμερα και με πουλί κλεμμένο. Στου Πανταζή λοιπόν. Ελιές, ταραμά, χαλβά και για σένα κάτι ακόμα θα βρεθεί.

Αυτό και έγινε. Το βράδυ αντάμωσα με τον Παπαδιαμάντη στου Ζαχαράτου και ανεβήκαμε σιγά-σιγά την οδόν Αγχέσμου. Μιλούσαμε για το γαλόπουλο, για την πράξη αυτή του Τσανάκα, μισή κλοπή και μισή εύρημα, κατά τον Παπαδιαμάντη, που δεν τη συγχωρούσε, το περισσότερο λόγω του νηστίσιμου της ημέρας.

-Τέτοια μέρα κρέας, επανελάμβανε, και κλεμμένο…

Εφάγαμε ασκητικά οι δυό μας, χωρίς πολλές κουβέντες και χωρίς θόρυβο και μείναμ’ εκεί ως φτασμένα σχεδόν τα μεσάνυχτα.

Εγώ εκάπνιζα, κι εκείνος κουτσόπινε και κάπνιζε. Ήτανε όμως στρυφνός και στα νεύρα του.

-Δεν είναι κρασί αυτό, μου έλεγε, Μιλτιάδη, είναι πετρέλαιο. Μόνον ο Καχρημάνης κι ο Κόπανος, κατά δεύτερο λόγο, επρόσθετε, τι τα θέλεις αυτά… Τους Πανταζήδες…

* * *

Το πρωί της άλλης ημέρας, ένα βροχερό και κρύο πρωινό, ελαφροί και σαν φοβισμένοι χτύποι στην πόρτα μου με ξύπνησαν. Θα ήτανε ως 8 1/2 – 9 η ώρα.

-Ποιός; ρώτησα μισοκοιμισμένος.

-Εγώ, ο Αλέξαντρος.

-Ποιός;

-Ο Παπαδιαμάντης.

-Έφτασα, του αποκρίθηκα, σηκωνόμενος να του ανοίξω.

-Δεν είναι ανάγκη, εμουρμούρισε, ήρθα να σου πώ, για να μην το μάθεις από τους άλλους, πως εγώ ψες το βράδυ που χωρίσαμε, πέρασα από του κυρ Γιάννη.

-Τι;!

-Πέρασ’ απ’ τα παιδιά και κάθισα και λίγο μαζί τους. Ήθελα να ξεπλύνω το στόμα μου από εκείνο το παλιόκρασο του Πανταζή.

-Και να πάρεις και μεζέ, βέβαια, είπα, ανοίγοντας την πόρτα μου.

-Σε ντρέπομαι, μου είπε χαμογελώντας, ενώ μ’ εκοίταζε.

-Δυο πατατούλες, επρόσθεσε.

-Κι από το γαλόπουλο, τίποτε; ρώτησα.

-Μου ‘χαν φυλάξει το μερδικό μου, είπε, και για να μη τους προσβάλω, έφαγα και το συκώτι. Απ’ το άλλο όμως, σου ορκίζομαι, ούτε μπουκιά.

-Και ποιοί ήτανε; ρώτησα, για να τον βγάλω απ’ τη στενοχώρια που έβλεπα να βρίσκεται το περισσότερο, παρά για να μάθω γνωστά πράγματα.

-Ο Τσανάκας, ο Καρκαβίτσας, ο Πασαγιάννης κι ο κυρ Γιάννης της Δεξαμενής.

-Κανένας άλλος;

-Κι … εγώ, είπε, χαμογελώντας, και έφυγε…

Μ. ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

Περιοδικό Μπουκέτο

25 Δεκεμβρίου 1930

Μετά 15 ημέρες στο ίδιο περιοδικό, στο Μπουκέτο, δημοσιεύεται μια απάντηση ολοσέλιδη με τον τίτλο ''Αμόλα!'' και θαυμαστικά του Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος ανακάλυψε πως κάτω από το ψευδώνυμο Τσανάκας, τον εαυτό του. Και ξεσπά εξαιτίας αυτού, έναν απίστευτο λίβελο εναντίον του Μαλακάση, τον οποίο αποκαλεί Καζανόβα και ούτε λίγο ούτε πολύ δίνει μια άλλη εκδοχή της ιστορίας του Μαλακάση. 

ΑΜΟΛΑ!
Στη σελίδα αυτή απαντά σήμερα δια των κατωτέρω ο γνωστός λογογράφος, ιστορικός και Διευθυντής των Αρχείων του Κράτους κ Γιάννης Βλαχογιάννης

(Κριτική όχι φιλολογική, μα κριτική αληθινή, σωφρονιστική και επανορθωτική του συγγραφέα του αριστουργηματικού και μόνου πεζογραφήματος περί Γαλοπούλας, γραμμένου από τον περίφημο στα Ελλ. Γράμματα Καζανόβα, εσχάτως επονομασθέντα και Θανάση, άρχοντα ξεπεσμένο, ποιητή χρεωμένο και πνευματικώς χρεοκοπημένο από τα Μποχωρογάλατα, κριτική συρραφείσα και εις βούρδουλα ματαβληθήσα από τον πεθαμένο κριτικό Τσανάκα, αργήσασα εξ αγνοίας του, αλλά τέλος φθάσασα από τα ύψη της Δεξαμενής).

Ο Καζανόβας ο νεότερος τρέμει τους ζωντανούς, ας είναι και «θρασύδειλοι». Γι΄αυτό παρασταίνει στο διήγημά του των ήρωα Τσανάκα πεθαμένο, και αφήνει ζωντανό τον άλλο ήρωα το Θανάση, δηλ. τον εαυτό του, να μιλεί ακράτητα. Αυτοί είναι οι δύο ήρωές του οι αριστουργηματικοί· ο ένας, σαν πεθαμένος, δε μιλεί, κι ο Θανάσης γενναία τα παραλέει, γιατί φαντάζεται πως δεν φοβάται τίποτα απ΄ τον πεθαμένο. Ο Δον Κισώτος έπλαθε φανταστικούς εχθρούς κι ύστερα τους πολεμούσε αλλά ο Καζανόβας ή Θανάσης, τους πεθαίνει πρώτα με το νου του, κι ύστερα τους πολεμάει. Μ΄αυτό τον τρόπο έχει την πλάνη πως είναι σίγουρος απ΄το κακό, σαν κάτι ζούδια που κρύβουν το κεφάλι τους στην τρύπα και λουφάζουν, ήσυχα πια για τη μικρή τους ύπαρξη.

 

Όμως κάνει ο Καζανόβας λάθος. Ο Τσανάκας ζει ακόμα και θυμάται. Θυμάται τ΄αξέχαστα του Καζανόβα, όσο κι αν θέλει αυτός και καλά να τα βγάλει από το νου του. Ανέβηκα εχθές στη Δεξαμενή κι ηύρα το  φίλο μου τον παλιό, και να τι μου είπε για το φάγωμα της γαλοπούλας:

–Ο κυρ Γιάννης Πάνου, ο παλιός ιδιοχτήτης αυτού του ταπεινού καφενέ, που βλέπεις, τώρα μεγαλονοικοκύρης, κάθεται οδός Πινδάρου 36 και μπορείς να πας να μάθεις την αλήθεια. Μα τί έπαθε τώρα τελευταία ο Καζανόβας να θέλει να κάνει τον κριτή της αρετής; Διάβασα μια τέτοια τίμια κρίση του στον Ψυχάρη, όχι το συγγραφέα, μα τον άνθρωπο, και μάλιστα τον πεθαμένο.

–Δεν τον φοβάται πια.

–Τώρα, για τη γαλοπούλα, να σου πω. Όταν η γαλοπούλα αριβάρισε στον καφενέ, ο καφετζής τηνπήρε και τη φύλαξε, μπροστά στον κόσμο, κι ύστερα ειδοποίησε την αστυνομία· αφού τη βάσταξε δεκαπέντε μέρες, ειδοποίησε πάλι την αστυνομία. Τότε ο αστυνόμος κ. Διοσκουρίδης του είπε να την κρατήσει ακόμα πέντε μέρες, κι αν δεν βρεθεί ο νοικοκύρης να πληρώσει τα έξοδα της διατροφής, τότε να τη φάει. Έτσι φαγώθηκε η γαλοπούλα δημόσια, με γλέντι και μεγάλο θόρυβο στη γειτονιά.

Αυτό το ιστορικό περιστατικό συνέβηκε δέκα χρόνια πριν εγώ σηκώσω το μακαρίτη Παπαδιαμάντη από του Ψυρρή και τον κουβαλήσω σπίτι μου στη Δεξαμενή. Όμως ο Καζανόβας, τρέμοντας τους ζωντανούς, πρόσθεσε ως βοηθητικά του πρόσωπα στο διήγημά του άλλους δυό πεθαμένους, τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα, κι έβαλε στο στόμα τους κοψίδια από τη γαλοπούλα, ο ασεβής, και λόγια τέτοια που τα πιστεύει χρήσιμα στο γενναίο σκοπό του. Είκοσι χρόνια είχε ο Καρκαβίτσας να χαρίσει χαιρετισμό του στον Καζανόβα ή Θανάση, κι αν ζούσε θα τον έκανε να καταπιεί τα λόγια του και τα κοψίδια της γενναίας καρδιάς του. Όσο για τον Αλέκο, τα λόγια τα φανταστικά, που βάνει ο Καζανόβας στο στόμα ενός νεκρού, θυμίζουν τα τσακάλια που ξεθάφτουν και σπαράζουν τις σάρκες απ΄ τους τάφους.

Είναι σόλοικο κι αντιαισθητικό να βάνεις στα Απομνημονεύματά σου λόγια που δεν ειπωθήκανε ποτέ, Καζανόβα και Θανάση. Γι΄αυτό αποφάσισα εγώ να γράψω τα δικά σου Απομνημονεύματα, και τότε μονάχα θα καταλάβεις την αλήθεια, που από ηθική αλησμονησιά θέλεις να αγνοήσεις. Απ΄ όσους σε γνωρίσανε καλά, ο Κώστας ο Χατζόπουλος, θυμάσαι στην «Τέχνη», σ΄έβρισε και σ΄έδιωξε σαν το τελευταίο μπαίγνιο. Ήτανε κι΄αυτός θρασύδειλος, μα και σύ όλα τα κατάπιες. Όταν μου πήρες δανεικά τα Τραγούδια του Λεγκράν και μου τα καταχράστηκες, μια μέρα ο Χατζόπουλος τα βρήκε στα βιβλία σου, τα πήρε και μου τα ‘δωσε, χωρίς να σε ρωτήσει. Θυμάσαι Καζανόβα σ΄έκαμα ενός παρά άνθρωπο στην πλατεία, μα ήσουν ατράνταχτος. Ήσουνα γενναίος. Τέτοιος ήσουνε πάντοτε στα χρέη σου… Δανεικά κι΄αγύριστα. Δώσε πίσω τα ψιλά Καζανόβα, χίλιες φωνές σε κράζουνε δεξιά κι αριστερά. Δώσε τα φαγωμένα από τις γριές Κυρίες, τις ξηντάρες και τις βδομηντάρες, που τις ξεπουπούλιασες σα γάλισσες και μάσησες τα κόκαλά τους.

Θυμήσου, ήτανε Πρωτομαγιά που η περίφημη γαλοπούλα φαγώθηκε ανάμεσα στα γέλια όλης της γειτονιάς. Σ΄άλλο τραπέζι της πλατείας εσύ, Καζανόβα, με τη γριά Ιουλιέτα σου, καταβρόχθιζες το σπίτι της οδού Πατησίων, τα διαμαντικά της, τα τελευταία της πράματα κι ύστερα τη βοήθησες, μισόγυμνη γυναίκα, με μεγάλο ιστορικό όνομα, κι αφού την έκαμες δούλα την παλιά νοικοκυρά και την έστελνες να σου αγοράζει ψωμοτύρι, τη βοήθησες να πάρει τον παραλή από τη Μ.Ασία και να λαβαίνεις τα λεφτά του παραλή κρυφά και συστημένα από την Ευρώπη.

Γιατί, Καζανόβα, ήσουνα πάντα ζιγκολό στα νειάτα σου. Ας μαρτυρήσει κι η γριά Κυρία, η μπαμπόγρια, η Αγάμπεη απ΄το Κάϊρο, που είναι κάτι απίστευτο η ζωή της μαζί σου. Ας μαρτυρήσει, Καζανόβα και Θανάση, η γριά Κυρία της γωνίας της οδού Σόλωνος – Θεμιστοκλέους. Όμως θυμήσου και το σπίτι του Φυσιοδίφη στήν οδό Μεσολογγίου… Τη γυναίκα, πάντα σου, την ξεπουπούλιζες, την ταπείνωνες και την πετούσες σαν κουρέλι. Κρατάει η ράτσα σου από το χωριό, όπου μικρό σε χαιρετούσαν οι ψαράδες με το «Βασιλιά μου!» και καμάρωνες.

Αυτά, Καζανόβα και Θανάση. Κάποτε από τη Δεξαμενή κατρακύλησες στην Πλάκα και σταμάτησες στην οκέλα του Ιωνίδη. Ένας διάκος εκεί γίνηκε φίλος σου και σε έλεγε Γιώργο. Γιατί; μυστήριο. Είχε αυτός ο διάκος μια γριά κασέλα κάποιου τρίτου, που την φύλαγε στην κάμαρή του, κι ήτανε κάπως βαριά, ψιλά γεμάτη. Της βγάλατε της άμοιρης κι αυτηνής τον πάτο, μα τα ψιλά δε φτάνανε για το νοίκι. Και κατέβασες από το παραθύρι τα μπαγάγια σου, κι ο διάκος από κάτου φώναζε: «Αμόλα, Γιώργο!». Όμως έφτασε η σπιτονοικοκυρά και μάζεψε την αμόλα σου, που δε είχε μαζεμό.

Φαγάς; Είναι περίφημο το γνωμικό σου: «Είμαι περίεργος να δοκιμάσω» – και το γιουβέτσι άδειαζε. Σπάταλος;  Δανειζόσουν κι έτρωγες. Άμα σου τα γυρεύανε, μια πεντάρα δεν έδινες. Με τα δανεικά σου πήγαινες αμαξάδα και κορόιδευες τον πεζό το δανειστή. Πονηρός; Σφραγισμένο γράμμα διάβαζες, φτάνει να ‘χε μέσα χρήματα. Με τα παράξενα χέρια σου έσφιγγες των φίλων σου τα χέρια και τους έφτυνες στην πλάτη. Όμως το φτύσιμο δεν πιάνει παρά στο μέτωπο. Και νά το. Δειλός; Νά το ξύλο, Καζανόβα. Αμόλα!

Ο ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΒΓΑΣ

 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΟΠΟΥΛΑΣ

 Η φιλολογική σελίς του εκλεκτού συνεργάτου μας, ποιητού κ. Μιλτ. Μαλακάση, η δημοσιευθείσα στο Χριστουγεννιάτικο φύλλο με τον τίτλο

«Ένα γεύμα την παραμονήν των Χριστουγέννων»,

η προκαλέσασα την υπό τον τίτλον «Αμόλα» απάντησιν του διαπρεπούς λογοτέχνου και ιστορικού κ. Γιάννη Βλαχογιάννη, και γενομένη αιτία τόσου φιλολογικού θορύβου, εξακολουθεί, παρά την επιθυμίαν μας δυστυχώς, να προκαλή σχόλια και απαντήσεις. Εις τα γραφέντα εις την σελίδα αυτήν του κ. Μαλακάση, απαντά σήμερον δια της κατωτέρω επιστολή του, ο γνωστός λογογράφος, κ. Κώστας Πασαγιάνης:

Κύριε Διευθυντά του «Μπουκέτου».

Μόλις σήμερα εδιάβασα εις το Χριστουγεννιάτικο τεύχος του «Μπουκέτου» σας ένα πεζογράφημα του κ, Μ. Μαλακάση με τον τίτλο «Ένα γεύμα κλπ.», όπου αναφέρεται και τ’ όνομά μου ότι δήθεν συνέφαγα μια κλεμένη γαλοπούλα μαζί με τους διηγηματογράφους Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα κλπ.

Λυπούμαι πολύ ότι ο κ. Μαλακάσης, παρασυρμένος από την αχαλίνωτη ποιητική του φαντασία, λησμόνησε ότι ξέμεινα πίσω από τους αλησμόνητους μεγάλους μας λογοτέχνες Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα – στη ζωή και βρίσκομαι τώρα στη δυσάρεστη θέση να βεβαιώσω ότι ποτέ δεν συνέβη  πραγματικά το παραμύθι της κλεμμένης γαλοπούλας.

Είναι από την αρχή ως στο τέλος μια ανακρίβεια και μια διαστροφή.

Αν ήταν στη ζωή ο Καρκαβίτσας και ο Παπαδιαμάντης τα ίδια θα εβεβαίωναν.

Με φιλία

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΑΓΙΑΝΗΣ

Η επιστολή του Πασαγιάνη φαίνεται να δίνει ένα καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία της αφήγησης του Μαλακάση, αλλά βέβαια ποτέ δεν πρόκειται να μάθουμε τι ακριβώς συνέβη πριν από εκατόν τόσα χρόνια στη Δεξαμενή με εκείνο το γαλόπουλο -και δεν έχει και καμιά σημασία. Η ιστορία του Μαλακάση μπορεί να μην είναι αληθινή, αλλά δεν παύει να είναι συμπαθέστατη, αρετή που δεν την έχει ο λίβελλος του Βλαχογιάννη.

Για ποιο λόγο αντέδρασε τόσο βίαια ο Βλαχογιάννης; Ίσως τον έθιξε ο χαρακτηρισμός «άνθρωπος κολασίμων παθών» του Μαλακάση για τον ανύπαρκτο, όπως όλα δείχνουν, Τσανάκα (υποθέτω πως το «Τσανάκας» θα ήταν παλιό παρατσούκλι του Βλαχογιάννη, που ο Μαλακάσης το αναβάθμισε σε επώνυμο του φανταστικού ήρωά του).

 Φυσικά, ο Μαλακάσης δεν μπορούσε να αφήσει αναπάντητες τις κατηγορίες, και πράγματι στο φύλλο της 29.1.1931 του Μπουκέτου δημοσιεύτηκε η εξής επιστολή του, με προοίμιο του περιοδικού στο οποίο γινόταν έκκληση για συμφιλίωση και λήθη.

 

Ποια είναι όμως η αλήθεια; Υπήρξε γαλοπούλα; Υπήρξε.

Έγινε το γλέντι; Έγινε; Τι ακριβώς έγινε; Ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο; Έχει σημασία;  Σημασία έχει το ότι γράφτηκαν δύο τόσο ωραία κείμενα. Και...τι έχει άραγε περισσότερη διάρκεια; Η αλήθεια της τέχνης ή η αλήθεια της ζωής.

 

πηγές: sarantakos.wordpress.com

            archive. ert.gr

φωτογραφία από:  blaxopapadia. gr 

(O Αλ. Ππαδιαμάντης και  ο Γιάννης Βλαχογιάννης στη Δεξαμενή).