Μενού
Ο Αύγουστος, το παιδί, η ελπίδα και ο Σεπτέμβριος

«Ο Αύγουστος, έπιασε από το χέρι το παιδί.

-Πού πάμε, ρώτησε εκείνο.

 

 

-

- Πάμε μια βόλτα τελευταία,

στης μνήμης τις θάλασσες και τις ακρογιαλιές.

Πάμε αστέρια να μαζέψουμε στις ξάστερες τις νύχτες

και με του τριζονιού τις μουσικές,

ένα τραγούδι τελευταίο,

του καλοκαιριού να πούμε.

Πάμε στα αμπέλια, δύο ρώγες να τρυγήσουμε μαζί με τα πουλιά.

Πάμε στους δρόμους του φεγγαριού, τους ασημένιους,

μαζί να περπατήσουμε.

Πάμε σ' εκείνη τη ραχούλα να ανεβούμε

και τον μικρό τσοπάνη να αποχαιρετήσουμε.

Πάμε στην κορφή ψηλά,

στο κάτασπρο ξωκλήσι πάμε,

το καντηλάκι Του να ανάψουμε,

να φέξει, να φωτίσει, τη γη και τους ανθρώπους.

Πάμε με ένα μελτέμι τελευταίο και δυο τρελά χελιδόνια,

που ξέμειναν κι ακόμα να ετοιμαστούν δε λένε,

το τελευταίο μας κρυφτό μες τη δροσιά να παίξουμε.

Πάμε στους δρόμους τους ασημένιους του φεγγαριού να περπατήσουμε

και σε εκείνη τη ψηλή ραχούλα να ανεβούμε και τον μικρό τσοπάνη

να αποχαιρετήσουμε.

Πάμε στην κορφή εκεί ψηλά,

στο κάτασπρο ξωκλήσι πάμε,

το καντηλάκι Του να ανάψουμε,

να φέξει, να φωτίσει, τη γη και τους ανθρώπους.

Πάμε με ένα μελτέμι τελευταίο και δυο τρελά χελιδόνια,

που ξέμειναν κι ακόμα να ετοιμαστούν δε λένε,

το τελευταίο μας κρυφτό, μες τη δροσιά να παίξουμε.

Πάμε στη ρεματιά, τον Γκιώνη να ακούσουμε

τις νύχτες της γαλήνης, γλυκά να νοσταλγήσουμε.

 

μες τη δ

Πάμε βασιλικά πολλά να κορφολογήσουμε

και τον Σεπτέμβρη να προϋπαντήσουμε.

Και πήγαν και περπάτησαν ώρες και ώρες

ο Αύγουστος και το παιδί.

Σ´όλους τους δρόμους πήγανε και περπατήσαν,

που το φεγγάρι

για τη δική τους χάρη,

είχε φωτίσει.

Κι όταν μεσάνυχτα πλησιάσαν,

το παιδί τον Αύγουστο εκοίταξε

και είπε:

-Αύγουστε, καλέ μου μήνα, μη φύγεις σε παρακαλώ.

-Μα πώς; Δεν με βαρέθηκες,τόσο μεγάλος που είμαι;

Τριάντα ολόκληρα μερόνυχτα

κι ένα ακόμα ετούτο εδώ, τριάντα ένα.

Τόσο εμείναμε μαζί.

-Αλήθεια, είπε το παιδί.

Και τι μ'αυτό; Μεγάλος κι αν είσαι, τι γρήγορα περνάς;

Είναι που έχεις χάρη κι ομορφιά κι ανεμελιά περίσσια;

-Ανεμελιά; Έκαμε σκεφτικός ο Αύγουστος.

Μα τι μπορεί να πει κανείς με ένα μικρό παιδί

για φλόγες και στάχτες και σύννεφα γκρίζα

που στις δικές του ημέρες,

ετούτο δα το έτος εγινήκαν;

-Την ελπίδα ποτέ δε θα χάσω, πως κάποτε οι ανθρώποι,

όλοι τους θα γινούν ωραίοι, ο Αύγουστος ψιθυρίζει.

-Τι είπες; το παιδί ρωτά.

Είπα, πως τους ανθρώπους, πρέπει πολύ να αγαπάς,

και τα λουλούδια να αγαπάς,

τις θάλασσες, τα δέντρα,τα βουνά,

για να ακουμπά επάνω σου

του Θεού το ευλογημένο χέρι.

Και ακόμα είπα, τα μάτια να κλείσεις

και τις δυο μικρές χουφτίτσες να ανοίξεις,

ένα μικρό δωράκι να σου αφήσω,

μη και με λησμονήσεις όσο καιρό θα λείψω.

Έκλεισε τα μάτια το παιδί

κι όταν αργά τα άνοιξε ξανά,

ο Αύγουστος στις χούφτες τις μικρές, τις μπαμπακιένες,

ένα δεντράκι τόσο δα, μικρό,

και καταπράσινο και τρυφερό, σαν το παιδί,

είχε αφήσει.

Και ακόμα λίγο χώμα είχε αφήσει,

που του ‘δωσε δώρο να πάει στο παιδί,

η πονεμένη μάνα, η γη.

-Ωωω! Τι ωραίο! Θαύμασε το παιδί.

Τι δέντρο είναι;

-Το λένε «ελπίδα» κι εσύ μαζί με τον Σεπτέμβρη,

θα πας να το φυτέψεις

και με όλα τ'αδέλφια μου,

τους μήνες,

θα πας να τ'αναστήσεις.

Κι ύστερα ο Αύγουστος,

ο μήνας ο καλός κι ο ευλογημένος,

τα δυο τα τελευταία χελιδόνια,

σιγά τα εφώναξε,

φίλησε το παιδί στο κεφαλάκι

και στον Σεπτέμβρη χαμογέλασε

που φάνηκε εκεί κατά το μεσονύχτι.

-Καλωσόρισες, αγαπημένε μου αδερφέ.

Στις μέρες σου θα ευχηθώ,

οι ανθρώποι να τα καταφέρουν

καλύτερα από τις δικές μου.

Εγώ σου παραδίδω το παιδί

και ένα μικρό μικρό δεντράκι, που το λένε «ελπίδα».

Έτσι είπε, ο Αύγουστος και αποχαιρέτησε

και πίσω στον Χρόνο έφυγε .

Τα δυο τα χελιδόνια, κοντά του πέταξαν,

κάτω από το φως το αργυρό, του φεγγαριού,

που έκαμε τη νύχτα, μέρα.

 

Ο Σεπτέμβρης έπιασε το παιδί από το χέρι και του χαμογέλασε.

-Πάμε, σε λίγο η μέρα θα χαράξει είπε.

-Πού πάμε, το παιδί ρωτά..

- Να φυτέψουμε την ελπίδα, είπε ο Σεπτέμβρης!

ΤΒΜ

Καλόν κι ευλογημένο μήνα!