Μενού
Παραμονή του Σωτήρος

«Δυο δυο ανέβηκε ο Ορέστης τα φρεσκοασπρισμένα σκαλοπάτια του σπιτιού του καπετάνιου, κρατώντας την καλαθούνα με τα ψάρια που ακόμα σπαρταρούσαν.

Την επομένη, γιορτή της Μεταμόρφωσης, μετά τη λειτουργία, το σπίτι του καπετάν Σωτήρου θα άνοιγε τις πόρτες του σε ολόκληρο το νησί. Η Μαργώ,η καπετάνισσα,  μαζί με την Ανθούλα και την  Ερατώ τη βαπτισιμιά της, μια βδομάδα ολόκληρη, ετοίμαζαν τα καλούδια της μέρας αυτής.

Αρχίζανε με τα αμυγδαλωτά, τα γλυκά της χαράς που μοσχομύριζαν ανθόνερο από λεμονανθούς. Πρώτη δουλειά της καπετάνισσας, ήταν να δοκιμάσει δυο - τρία αμυγδαλάκια να σιγουρέψει τη φρεσκάδα τους. Έδινε και στην Ερατώ να κάνει το ίδιο για να 'ναι διπλή η σιγουριά. Συνέχιζαν με το ξάσπρισμα κι ύστερα έπαιρνε από ένα γουδί πέτρινο η καθεμιά και τα´τριβαν με το γουδοχέρι τόσο όσο νάρθει η ώρα που θα ήταν έτοιμα να σμίξουν με τη ζάχαρη και το ανθόνερο. Κι όταν τελείωναν με το πλάσιμο, η Μαργώ άλλαζε ποδιά και φορούσε μία κάτασπρη λινή για να πιάσει να ζυμώσει με προζύμι και σταρένιο αλεύρι το προσφορο της γιορτής. Το σταύρωνε με τη μεγάλη σφραγίδα που είχε φέρει ο κύρης της, ο καπετάν Σωτήρος, από το Όρος, ψιθυρίζοντας ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων και το σκέπαζε να γίνει.  'Οσο για τους άρτους; Πέντε με μαχλέπι και μαστίχα χιώτικη και πέντε με γλυκάνισο.

Και πόσα άλλα φτιάχναν οι γυναίκες για τη γιορτή αυτή; Ντοματοκεφτέδες, κολοκυθόπιτες, χταποδοκεφτέδες! Ενώ η ρεβιθάδα θα ´μπαινε στο πήλινο κατά τα μεσάνυχτα. Φρέσκια τομάτα, αλατοπίπερο, δαφνόφυλλα, κρεμμύδια ολόκληρα, χρυσαφένιο ελαιόλαδο και τα ρεβίθια. Συνταγή απλή και καθαρή.  Η ρεβιθάδα θα σιγοψηνόταν με ακρίβεια δώδεκα ώρες για να σερβιριστεί την επόμενη της γιορτής,μελωμένη και πεντανόστιμη. Τα ψάρια δε θέλανε πολύ, γι αυτό και πάντα φρόντιζαν να τα βάζουν στο τέλος με χοντρό θαλασσινό αλάτι.

Για κρέας ούτε που γινόταν λόγος. Αυτό θα έμπαινε στο τραπέζι, τη μέρα του Δεκαπενταύγουστου. 

-'Ετσι τα ΄μαθα από τη μάνα μου κι έτσι πρέπει να τα κάμνω κι εγώ. Ο Χριστός κι η Παναγιά την έφεραν από την Σμύρνη μωρό που ήτανε στην αγκαλιά της μάνας της και την σκέπαζαν σε όλον τον δρόμο. Και τούτο ποτέ της δεν το ξέχασε η συγχωρεμένη για τούτο και ποτέ της δεν εχάλασε καμμιά νηστεία. 'Ολες τις τηρούσε και όλες μου άφησε ευχή κι εγώ να τις τηρώ.

Αυτά έλεγε, η καπετάνισσα η Μαργώ, όταν την πείραζαν λέγοντάς της πως έχει τσακωθεί με τα κρεατικά.

 Λίγο πριν σημάνει η καμπάνα του Μεγάλου Εσπερινού της Μεταμόρφωσης, είχαν καλοσιδερωθεί και τα λευκά, τα ολόλευκα λινά τραπεζομάντιλα με το κοφτό το κέντημα. Κάποια χρονιά που η Ανθούλα δεν ήξερε και πήγε να βγάλει να σιδερώσει, εκείνο το τραπεζομάντηλο με τα γαλάζια λουλούδια, η Μαργώ την έκοψε, λέγοντας:

-Λευκά, ολόλευκα πρέπει να΄ναι Ανθούλα μου όλα αύριο. Λευκά και να αστράφτουν κάτω από το φως του καλοκαιριού, για να θυμόμαστε πως έτσι άστραψαν και του Χριστού τα ρούχα στο Θαβώρ! 

'Ολα τα πρόσεχε η καπετάνισσα κι όλα ήθελε να τα έχει στην εντέλεια για τη γιορτή του Χριστού του Σωτήρος και για τη γιορτή του άντρα της, του καπετάν Σωτήρου. 

ΤΒΜ

« Το δάκρυ της θάλασσας», ανέκδοτο μυθιστόρημα

φωτ. Τήνος, ΤΒΜ