Μενού
''Αγιος Νικόλαος ο Πλανάς. Ένας 'Αγιος από τη Νάξο, αγιάζει στην πόλη των Αθηνών.

 Στα 17 του, παντρεύτηκε την Ελένη Προβελέγγιου. Χήρευσε όμως νωρίς, αφού η Ελένη πέθανε μόλις γεννήθηκε το παιδί τους, ο Γιαννάκης, που το μεγάλωσε μόνος του. Χειροτονήθηκε ιερέας στις 2 Μαρτίου του 1884, στον 'Αγιο Ελισαίο, στο Μοναστηράκι και από τότε και για σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια, υπηρέτησε ταπεινά το Άγιο Θυσιαστήριο. Τις Κυριακές ο Άγιος ιερουργούσε στον Άγιο Ιωάννη τον Κυνηγό, στην οδό Βουλιαγμένης, ενώ τις καθημερινές λειτουργούσε στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου,, όπου οι αγρυπνίες του άφησαν εποχή και προσήλκυαν τον πνευματικό κόσμο της Αθήνας. Στο ψαλτήρι συνέψαλλαν με φωνές σιγανές και ταπεινές, ο Παπαδιαμάντης και ο ξαδελφός του ο Μωραϊτίδης. Και οι δύο, σε κείμενά τους, εξάρουν την ταπεινότητα και την αγιότητα του απλού ιερέως, πατέρα Νικόλα. Μαρτυρίες παιδιών αναφέρουν ότι τον έβλεπαν κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας μεταρσιωμένο να στέκεται υπεράνω της γης καθώς τελούσε το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Κατά την ώρα της Αγίας Προσκομιδής, διάβαζε εκατοντάδες ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. Γι αυτό το λόγο, κάποτε-κάποτε έφτανε μεσημέρι και ο Άγιος ακόμα λειτουργούσε . Στις 28 Φεβρουαρίου του 1932, Κυριακή του Ασώτου,ο παπα-Νικόλας λειτούργησε για τελευταία φορά στον Άγιο Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του και στις 2 Μαρτίου 1932, η αγνή ψυχή του πέταξε ανάλαφρη στις ουράνιες πολιτείες.

Το 1896,  σε άρθρο του με τίτλο Ιερείς των Πόλεων και Ιερείς των Χωρίων, ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στην προσωπικότητα του Αγίου Νικολάου Πλανά:


"Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωρία. Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκώτερος των ανθρώπων. Διά πάσαν ιεροπραξίαν αν τού δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα λεπτά, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν τού δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Διά τρεις δραχμάς εκτελεί παννύχιον Ακολουθίαν. Λειτουργίαν. Απόδειπνον. Εσπερινόν. Όρθρον. Ώρας. Λειτουργίαν. Το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν τού δώσης μόνο δύο δραχμάς, δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ τού το δώσης, το κρατεί διά πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρεις χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ' αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία αλλάς δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός τού ιερού, από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.

Μίαν φοράν έτυχε να χρεωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πλήρωση, είχε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς, όλα εις χαλκόν, επί δύο ώρας εμετρούσεν, εμετρούσεν, εμετρούσε και δεν ημπορούοε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος εις άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και τού τα εμέτρησεν. Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσοτέρας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον τας περισσοτέρας εσφαλμένας. Θα ειπήτε, διατί η αντίθεσις αύτη; Αλλά τας ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ' εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν τού Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ ή δις ή, το πολύ, τρις του έτους, εξαιρέσει ωρισμένων περικοπών συχνά, άλλ' ατάκτως επανερχομένων, ως εις τούς Αγιασμούς, εις τας Παρακλήσεις. Τα λάθη όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά και όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου τού εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθήσαμεν και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος τού πρώτου των Μακαρισμών τού Σωτήρος.

Τώρα υποθέσατε δύο υποθέσεις ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχε εξέλθει από ιεροδιδασκαλείον, παλαιόν ή νέον, θα είχε διαφοράν επί το βέλτιον; Θα ήτο πασαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσοτέραν οίησιν και αξιώσεις; Θα ήτο δια τούτο καλύτερος;…
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/613