Μενού
Με λεμόνι και δυόσμο

Τον κυρ-Γιώργη, τον γνώρισα σε ένα χωριό που το βρέχει η θάλασσα. Είναι πατέρας του Χρήστου, του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου που μείναμε.

Ασπρομάλλης, με ήσυχο βλέμμα και χαμόγελο ψυχής καθαρής και αγαθής.

Δεν ξέρω πώς έγινε κι έτσι απλά ακούραστα και απαλά, έπιασε να μου διηγείται τη ζωή του ενώ η γυναίκα του, η κυρα Βασιλική, μας σέρβιρε σπιτική λεμονάδα με δυόσμο.

«Ήταν το 1970,-λέει-κι εγώ ήμουν 25 χρονών, όταν με χτύπησε ο καρκίνος στον πνεύμονα. Νοσηλεύτηκα στο Σωτηρία. Οι γιατροί δεν μου έδιναν ζωή. Μου έλεγαν κιόλας να διώξω και τη Βασιλική από δίπλα μου, την αρραβωνιαστικιά μου. Και τους άκουσα και της είπα να φύγει. Όχι μία αλλά πολλές φορές. Η Βασιλική τίποτα δεν άκουγε. Έπαιρνε δυο συγκοινωνίες από το Πέραμα κι ερχόταν στο «Σωτηρία» να μου φέρει φαγητό.

-Μην κουράζεσαι άδικα, μου λέει μια μέρα. Ό,τι και να λένε οι γιατροί να τους πεις πως άλλος ορίζει τη ζωή μας κι ό,τι πει Εκείνος θα γίνει.

Και είχε δίκιο η Βασιλική. Βγήκα από το νοσοκομείο μετά από ένα χρόνο προς έκπληξη των γιατρών που δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ακυρώθηκαν οι μακάβριες προβλέψεις τους. Όλοι μιλούσαν για θαύμα.

Σε λίγο καιρό πιάνουμε να ετοιμασουμε τον γάμο μας.

Βλέπεις ούτε οι εποχές σήκωναν αργοπορίες μα ούτε και η αγάπη μας. Δανείζομαι 2000 δραχμές και μπαίνουμε σε ένα ταξί με τον κουμπάρο να μας πάει στην Αθήνα να αγοράσω κοστούμι. Στο ταξί μέσα μου πέφτει το πορτοφόλι και το ανακαλύπτω όταν πρέπει να πληρώσω. Το βρίσκω τελικά, αφού γύρισα στην πιάτσα και βρήκα τον ταξιτζή που το είχε φυλαγμένο.

Ωστόσο με ειδοποιεί η Βασιλική, πως έχασε τη βέρα της.

-Αυτό είναι καθαρή γρουσουζιά! Δεν το βλέπετε πως δεν πρέπει γίνει ο γάμος, έλεγαν οι φωνές της λογικής.

Εμείς πάλι, πήγαμε σε έναν χρυσοχόο του δώσαμε τη δική μου βέρα, την έλιωσε κι έφτιαξε από τη μία , δύο.

Έγινε ο γάμος κι ύστερα μπήκαμε σε ένα ταξί να μας πάει στο Πέραμα, στο σπίτι μας. Κάπου εκεί στην Κακιά σκάλα έσπασε ο μπροστινός άξονας και... ο ταξιτζής φώναξε ένα πειρατικό για να συνεχίσουμε.

Απο τότε μέχρι και σήμερα έχουν περάσει 51 ευλογημένα χρόνια με τη Βασιλική δίπλα μου και με δυο γιούς να τους καμαρώνουμε με τις γυναίκες τους και με τα παιδιά τους, τα εγγονάκια μας. Σε αυτά τα πενήντα χρόνια έγιναν πολλά. Πήγαμε μετανάστες στην Αμερική και εκεί δούλεψα πορτιέρης στα πιο μεγάλα και πολυτελή ξενοδοχεία της. Άνοιξα πόρτες και υποκλίθηκα σε μεγάλες προσωπικότητες που μου άφηναν και μεγάλα φιλοδωρήματα. Όταν γύρισα στην Ελλάδα δούλεψα στο Χίλτον και μάλιστα κάποια χρονιά βραβεύτηκα με το βραβείο του καλύτερου ξενοδοχουπαλλήλου. Τώρα πια έχω παραδώσει τα ηνία στον Χρήστο, τον γιο μου. Βλέπεις ο καρκίνος λαγοκοιμάται και όποτε θυμάται χαίρεται να με ταλαιπωρεί. Από την άλλη ο Κύριος της ζωής, παρατείνει τον χρόνο μου στην γη. Εκείνος γνωρίζει το γιατί. Εγώ πάλι χαίρομαι με ό ,τι μου δωρίζεται και αναπαύομαι με αυτό».

Δεν μου είπε μόνο αυτά ο κυρ-Γιώργης. Μου είπε κι άλλα πολλά θαυμάσια και θαυμαστά, ουράνια μηνύματα που καθόρισαν την πορεία του σε τούτο τον κόσμο. Μα είναι τόσα πολλά που δε χωρούν εδώ.

Εγώ πάντως όταν τα άκουσα, έσκυψα και του φίλησα το χέρι και του ζήτησα να με θυμάται στην προσευχή του.

-Δεν θα σε ξεχάσω, γιατί έτσι έλεγαν τη μανούλα μου.

Μα κι εσύ να θυμάσαι τη Βασιλική κι εμένα, μου είπε με ήσυχο χαμόγελο.

- Θα σε θυμάμαι κυρ Γιώργη μου , γιατί έτσι λένε και τον πατερούλη μου και τον γιο μου μα και γιατί δεν ξεχνιέται ετούτη η σεμνή ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής.

ΥΓ  Τη λεμονάδα με τον δυόσμο την έφτιαξε η Μαρία με τα λεμόνια που μας φίλεψε η κυρα-Βασιλική. Ο ξύλινος δίσκος είναι από τις «Νότες σοκολάτας», της Δημητσάνας. Και τα δύο δώρα αγάπης και ψυχικής ομορφιάς!