Μενού
Την κεντάμε τη ζωή....

-Αχ! Τι τα θες τι τα γυρεύεις. Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος! αναστενάζει η Ιουλία και κάνει κόμπο στην κλωστή για να συνεχίσει την σταυροβελονιά.

-'Ετσι λες κουμπάρα μου; σηκώνει το κεφάλι από το δικό της κέντημα, η Κική.

-Δεν το λέω εγώ Κικίτσα μου. Ο Δημόκριτος το λέει. Η Χαρούλα μου την έφερε τούτη τη φράση, τις προάλλες, από τον δάσκαλο των Αρχαίων. Κι εγώ ξέρεις πως δεν έχω μάθει και πολλά γράμματα, αλλά αυτά τα λόγια είναι και για γραμματιζούμενους και για αγράμματους. Δεν χρειάζεται να ξέρεις πολλά για να καταλάβεις πως τη ζωή αν δεν την γιορτάζεις δεν μπορείς να τη ζήσεις καλά. Είναι σα να μην ξεκουράζεσαι ποτέ. Ακούς τι λέει; ''Ζωή απανδόχευτος''! Χωρίς πανδοχεία, χωρίς ξεκούραση!

-Μα πώς γίνεται κουμπάρα μου, να γιορτάζεις καθεμέρα; ρωτάει απορημένη η νιόπαντρη Κικίτσα, που ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών.

-Κάνε την κάθε μέρα σου γιορτή, όσα βάσανα κι αν έχεις. Ξεγέλα όσο μπορείς τις δυσκολίες και το κακό...Ντύσου με ρούχο καθαρό, χτενίσου, βάλε τον καφέ σου στο πιο όμορφο φλυτζάνι, μαγείρεψε το πιο νόστιμο φαγητό, ακόμα κι αν έχεις μόνο μια πατάτα και λίγο αλάτι. Κάμε τη βόλτα σου στον ήλιο, μάζεψε δυο αγριολούλουδα από το βουνό και στόλισε το βαζάκι σου, άναψε ένα κεράκι στην Αγια-Μαρίνα κι έλα να αλλάξουμε σχέδια στα κεντήματα και στα πλεξίματα και ....το τελευταίο και κυριότερο...βάλε κερί στα αυτιά σου και μην ακούς τα λόγια τα καυτερά και τα πικρά. Κι αν τύχει και τ'ακούσεις...πες εσύ λόγια μελωμένα. Αυτή είναι η γιορτή Κικίτσα μου. Στρώσε  το τραπέζι σου κάθε μέρα για φίλους κι οχτρούς. Μην περιμένεις την Κυριακή και τη μεγαλογιορτή.  Βάλε ελιά, κρομμύδι, ένα ξεροκόμματο κι ένα ποτήρι κρασί και τσούγκρισε κι ευχήσου και ζέστανε τις καρδιές που πάγωσαν για κείνο και για τ΄άλλο και ανάπαυσε τον κάθε κουρασμένο και μαζί και τον εαυτό σου. Αυτή η προσφορά, είναι τράπεζα αγάπης Κικίτσα μου! Συμπόσιο τέρψης, που κι εσένα θα ξεκουράσει και τον άντρα σου και όλους. 'Ετσι δε λέει κι ο καθηγητής μας; Ο Σαράντος ντε, της θεια-Βασιλικής: ''σκοπός των συμποσίων στην Αρχαία Αθήνα ήταν τέρψη του σώματος, της ψυχής και του πνεύματος''.  Γι αυτό σου λέω...την κάθε σου μέρα να τη γιορτάζεις για να πορεύεσαι μέσα στις μέριμνες και στις δυσκολίες. Ακόμα και στον θάνατο...Είδες τις προάλλες που σκοτώθηκε το παιδί του κυρ Νίκου, του Χιώτη; Τρέξαμ'όλες στη γειτονιά, να κάμνομεν την ψαρόσουπα, για μετά την κηδεία του παιδιού... Γιατί λες;

-Γιατί κουμπάρα μου...ρωτά η Κικίτσα που θυμάται τον Γιώργο, το γειτονάκι της, που σκοτώθηκε με το μηχανάκι πάνω στον ανθό της νιότης του και μελαγχολεί.

-Γιατί κορίτσι μου καλό, το τραπέζι και το φαγητό είναι παρηγορία και παραμυθία. Κι οι πενθούντες κι οι χαροκαμμένοι εκείνη την στιγμή του μεγάλου πόνου, αυτό χρειάζονται. Να νιώσουν πως κάποιος τους φροντίζει και τους παρηγορεί με ένα πιατάκι ζεστή σουπίτσα, μ' ένα ποτήρι κρασί και μ΄ένα ''Θεός συγχωρέστον''. Η τέρψη του σώματος και της ψυχής, που λέει κι ο καθηγητής, για να μην πεθάνει κανείς από τη μεγάλη του τη λύπη. 

Και δώστου κένταγε σταυροβελονιές η Ιουλία πάνω στον καμβά της κι έμοιαζαν αυτές να κεντούνε στον καμβά της ίδιας της ζωής…όπως τον κένταγαν τα χέρια της Ιουλίας χρόνια τώρα κι ας πέρναγε στεναχώριες και βάσανα, όπως και κάθε άνθρωπος που ΄ρχεται να ζήσει σε τούτο τον κόσμο. Πανδοχείο έκαμε το σπίτι της και την καρδιά της, για τον κάθε κεκμηκότα οδοιπόρο...τον άντρα της, τα κουνιάδια της, τις νύφες της, τα αδέλφια της, τους γειτόνους, την Κικίτσα, τη μικρή της κουμπαρούλα.

-Να΄χεις καρδιά Κικίτσα μου. Καρδιά που να τους χωράει όλους. Και δε θα σ΄αφήσει ο Θεός. Το βάρος που θα σου δίνουν οι άνθρωποι, Εκείνος θα είναι εκεί δίπλα σου να σηκώσει το πιο πολύ. Κι άμα δεν Τον βλέπεις, να είσαι σίγουρη πως θα Τον αισθάνεσαι.

Τα πάντα ξεσήκωνε το μάτι της και σχέδια και βελονιές και τους ανθρώπους και το φέρσιμό τους και τα μοιραζόταν και με την Κικίτσα που είχε μεράκι για το κέντημα από γεννησιμιού της, μα και που ήταν μικρή και αγνή ακόμα για να καταλάβει του κόσμου τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες, που πολλές φορές τις έλεγες και κακίες. Κάποτε ξεσήκωσαν οι δυο τους και κάτι σχέδια με τα Αρχαία Συμπόσια των Αθηνών. Γιατί πώς θα μπορούσε η κουλτούρα της Ιουλίας να μη φανεί και μέσα στις βελονιές της και πάνω στον καμβά της, αφού όπως έλεγε και ο Δημόκριτος' 'βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος''.

Κι όλο έλεγε και ξανάλεγε: Τη γιορτάζουμε τη ζωή Κικίτσα μου! Τη γιορτάζουμε και την κεντάμε...όπως θέλουμε εμείς, την κεντάμε τη ζωή Κικίτσα μου....Τ'ακούς;  Όπως θέλουμε εμείς!

                                                                     ΤΒΜ

 

 

 ''Αλλ' επί πλέον επρονοήσαμεν κατά πολλούς τρόπους και δια την ανάπαυσιν του πνεύματος από τους κόπους.

Διότι έχομεν και αγώνες και πανηγύρεις καθιερωμένας καθ'όλον το έτος και κατοικίας ευπρεπείς.

Και η καθημερινή τέρψις, την οποία ποριζόμεθα από αυτάς, αποδιώκει τασ μερίμνας της ζωής.

                      ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Επιτάφιος(Θουκ. β, 38). μετφρ. ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ