Παρασκευή 01/12/2023.
Η καμπάνα χτυπά και η αγρυπνία ξεκινά. Μνήμη του Αγίου Πατρός ημών Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου.
Τα φώτα σβηστά και μόνο οι φλόγες των καντηλιών τρεμοπαίζουν χαρμόσυνα, καθώς φέγγουν εμπρός στα πρόσωπα της Παναγίας και του Χριστού, του Τιμίου Προδρόμου και του Αγίου Πορφυρίου που χαμογελά με ιλαρότητα, μέσα από το καταστόλιστο προσκυνητάρι. Στο αντιφέγγισμα τούτων των καντηλιών ξεχωρίζουν και τα πρόσωπα των άλλων αγίων, που παρακολουθούν πάντοτε, γύρω-τριγύρω,όλες τις ακολουθίες, ενώ η μυστική ησυχία της μορφής τους διηγείται ταπεινά και για του Θεού τη δόξα, τον δικό τους βίο. Ολοι τους στεφανωμένοι με μια γλυκεία οσιακή αυστηρότητα που εκπέμπεται ως δέος, φωτεινό και άγιο και αντιφεγγίζει στην καρδιά κάθε πιστού.
Οι άγιοι ιεροψάλτες ψάλλουν χορωδιακά και χαρμόσυνα και μοιάζουν απόψε όλοι και όλα, κτιστά και άκτιστα, με τον ‘Αγιο να συνεορτάζουν.
Σιγοψέλνω κι εγώ μα καθώς είμαι αποκαμωμένη από της ημέρας τον κάματο ακουμπώ απαλά με τον ένα μου ώμο στον τοίχο, στα πόδια του Αγίου της τοιχογραφίας, γέρνω το κεφάλι μου και κλείνω τα μάτια.
Η βραδιά προχωρά και οι ιεροψάλτες έχουν μπει για τα καλά στο χορό των ασμάτων της χαράς του Αγίου.
Σε μια στιγμή, εκεί έξω ακριβώς από την πόρτα και μέσα από τα κορναρίσματα και τα γκάζια και την άγρια βοή της λεωφόρου, σα να ξεχωρίζει κάτι άλλο, διαφορετικό που μοιάζει με το γλυκό κελάηδημα πουλιού.
Τι ξάφνιασμα είναι αυτό; Τι συμβαίνει; Ακροβατώ σε όνειρο μήπως;
Τα μάτια και τα αυτιά διάπλατα ανοίγουν.
Η φωνή του πουλιού δε σταματά. Καθώς οι ιεροψάλτες ψέλνουν χορωδιακώς τον κανόνα του Αγίου εκείνο συνεχίζει να κελαηδά και συγχρονίζεται με τους βυζαντινούς ήχους και ρυθμούς. Και πάλι σκέφτομαι πως το μυαλό μου με ξεγελά και μου κάνει παιχνίδια. Και όσο κάνω αυτές τις σκέψεις, τόσο η φωνή του καλλικέλαδου πουλιού δυναμώνει σκεπάζοντας τις κραυγές της λεωφόρου. Και είναι το πουλάκι αυτό έξω ακριβώς από το μικρό πορτάκι του ναΐσκου.
«Δεν είναι δυνατόν», σκέφτομαι μη μπορώντας να πιστέψω σε αυτό που ακούω. Γυρνώ και ρωτώ τη Μαρία που στέκεται δίπλα μου.
«Μήπως ακούς κάποιο πουλάκι να κελαηδά;»
«Ναι», μου γνέφει εκείνη και χαμογελά. Αγαλλιάζουν τα μέσα μου.
"Αυτό το πουλάκι δεν κοιμήθηκε απόψε μαζί με τα άλλα", σκεφτομαι.
"Άφησε τους γονείς του,τα αδέλφια του, τους φίλους του, την οικογένειά του,το κουρνιαχτό του, τη βόλεψή του και χωρίς να φοβηθεί τη σκοτεινιά και το κρύο ήρθε να ψάλλει για τον άγιο".
Μα και ο άγιος πόσο πολύ αγαπούσε τα πουλάκια μήπως δε μιλούσε για ένα αηδονάκι που ήταν κρυμμένο μέσα στις φυλλωσιές κι έψαλλε, όπως έλεγε εκείνος, τη δόξα του Θεού;
«Μια μέρα, ένα πρωινό προχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα από την πρωινή δροσιά λαμπύριζαν στον ήλιο. Βρέθηκα σε μια χαράδρα, την πέρασα, κάθισα σε ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα και έλεγα την ευχή. Ησυχία απόλυτη τίποτα δεν ακουγόταν. Σε λίγο μέσα στην ησυχία, ακούω μια γλυκιά φωνή μεθυστική να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα. Τελικά απέναντι σε ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι. Ήταν αηδονάκι. Και το ακούω να κελαηδάει. Να σχίζεται. Μάλλιασε που λέμε η γλώσσα. Φούσκωσε από τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του. Αυτό το πουλάκι, το μικροσκοπικό να κάνει πίσω τα φτερά του για να έχει δύναμη και να βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγας. Πω πω πω! Να είχα ένα ποτηράκι νερό να του πήγαιναν να πίνει και να ξεδιψάει. Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Τα ίδια δάκρυα της χάριτος …»
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
‘Ετσι λέει ο γέροντας κι έτσι νιώσαμε και εμείς με τούτο το μικρό γλυκόλαλο πουλί που ήρθε και έψαλλε εκεί, στη δική του, την αγρύπνια τη γιορτινή, έξω από το εκκλησάκι του Προδρόμου.
Και ξέρετε πότε σταμάτησε; Μετά το χορωδιακό «‘Αξιον εστί». Στο τέλος της Λειτουργίας. Σε όλη τη διάρκεια, τούτο το πουλί ήξερε να σταματά όταν σταματούσαν οι ψάλτες και να σιωπά και να ησυχάζει όταν ιερέας ανέπεμπε στον Θεό τα αιτήματα και τις δεήσεις, τις μυστικές και τις φανερές.
Πόσες φορές μέσα στη βραδιά θέλησα έξω να βγω για μια στιγμή για να το δω. Να δω πώς είναι; Πού στέκεται; Μα φοβήθηκα, μην το τρομάξω. Φοβήθηκα, μην είναι ταπεινό και ντροπαλό και φύγει και πετάξει. Και έτσι έμεινα εκεί όλο το βράδυ ακούνητη και σιωπηλή να ακούω το μικρό γλυκόλαλο πουλί να ψέλνει στου Αγίου το γιορτάσι το λειτουργικό, το πανηγυρικό.
Το άλλο βράδυ μίλησα με τον γέροντα. Του εξιστόρησα το γεγονός. Εκείνος το άκουσε με προσοχή και στο τέλος είπε με χαρά:
«Ήταν το δώρο του Αγίου, αυτό».
Και αμέσως ξαναείπε:
«Σας έκανε δώρο άγιος για τη γιορτή του! Τι ωραία! Ωραία, πολύ ωραία!»
Μας έκανε δώρο άγιος. Μας κέρασε. Το ταπεινό, το ντροπαλό το γλυκόλαλο πουλάκι που δώρο και κέρασμα μαζί έγιναν στου Αγίου Πορφυρίου τη γιορτή, μας συντρόφευσε όλο το βράδυ και συμμετείχε στις δεήσεις μας και στις προσευχές μας.
«Στο μοναστήρι πολύ σύντομα θα αρχίσουν να έρχονται και πουλιά. Θα ακούνε το καμπανάκι και θα έρχονται να τρώνε. Θα κάθονται έξω και θα ακούνε τον εσπερινό. Είναι οι σύντροφοί μας τα πουλιά του δάσους, που θα έρχονται να συμμετέχουν στην προσευχή μας».
Άγιος Πορφύριος
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ