Δώδεκα χρονών παιδούλα ήταν ακόμα που έφυγε από τη θαλπωρή της οικογένειάς της, για να ζήσει τη ζωή της στην Αλεξάνδρεια. Και ο άσωτος βίος αρχίζει. Ωθούμενη από ακόρεστο και ακατάβλητο πάθος, προσφέρει ερωτικές υπηρεασίες, αρνούμενη να πάρει χρήματα και προτιμά να βιοπορίζεται γνέθοντας λινάρι ή ακόμα και απλώνοντας το χέρι ως επαίτης. Ο έκλυτος βίος διαρκεί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια κι όταν ένα καράβι γεμάτο από προσκυνητές ξεκινά για τα Ιεροσόλυμα, για την προσκύνηση της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, εκείνη τους ακολουθεί γιατί επιθυμεί να βρει ανάμεσά τους ερωτικούς συντρόφους και να ικανοποιήσει το πάθος της. Όταν φτάνει στα Ιεροσόλυμα επιχειρεί να μπει μαζί με όλους τους άλλους στο Ναό του Παναγίου Τάφου μα τότε…μια αόρατη δύναμη την σπρώχνει και ταυτόχρονα νιώθει πως την διώχνει. Και τότε η Μαρία βλέπει την μεγάλη εικόνα της Παναγίας κι ο νους φωτίζεται από ετούτο το αιφνίδιο κι εκείνη συνέρχεται και πέφτει με το πρόσωπο στο έδαφος ζητώντας συγχώρεση μετά δακρύων.
Κι εκείνη η αόρατη δύναμη που την έσπρωχνε γίνεται τώρα αγκαλιά στοργική που την οδηγεί μέσα στο Ναό να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό. Το επόμενο πρωί η Μαρία διασχίζει τον Ιορδάνη ποταμό και ο ασκητικός βίος της αρχίζει για να διαρκέσει αυτή τη φορά σαράντα επτά ολόκληρα έτη, χωρίς να δει ούτε έναν άνθρωπο. Μόνο τον αββά Ζωσιμά είδε, έναν να χρόνο πριν την οσιακή της κοίμηση και σε αυτόν εξομοληγήθηκε και εκείνος την κοινώνησε την Μεγάλη Πέμπτη του επόμενου έτους, υποσχόμενος σε αυτήν πως ξανά του χρόνου ετούτη την ιερή και Αγία ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης, θα ερχόταν πάλι να την κοινωνήσει. Μα η Μαρία αυτή την ίδια μέρα παρέδωσε την αγία της ψυχή στον Κύριο. Ο αββάς, έναν χρόνο μετά, βρήκε τη σωρό της αναλλοίωτη με μια επιγραφή στο πάνω μέρος του κεφαλιού που έλεγε:
«Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψον ὧδε τὸ σῶμα τῆς ἀθλίας Μαρίας. Ἀπέθανον τὴν αὐτὴν ἡμέραν καθ᾿ ἣν ἐκοινώνησα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Εὔχου ὑπὲρ ἐμοῦ».
Και ο Ζωσιμάς έθαψε την Αγία σε έναν λάκκο που τού έσκαψε ένα λιοντάρι που περνούσε από εκεί».
Τη συντριβή της Μαρίας της Αιγυπτίας προτάσσει η Αγία μας Εκκλησία, την Ε’ Κυριακή των Νηστειών. Καθώς η πορεία προς τον Γολγοθά συνεχίζεται και καθώς το Πάθος σε κορυφώνεται, ενώ όλοι εμείς κοιτάμε στο τέλος της Ευλογημένης και Αγιασμένης Τεσσαρακοστής, έστω και την ύστατη ετούτη ώρα, κάνει τη δική της έκκληση για άλλη μια φορά, να συντρίψουμε το μέσα μας για την φαυλότητα της δικής μας αμαρτίας, μην τύχει και μας βρει το Φως της Αναστάσεως και κρυφομιλούμε με τον Ιούδα και τον Φαρισαίο.
Καλή Ανάσταση!
Εικόνα εξωφύλλου: Γιώργος Κόρδης, ζωγράφος, αγιογράφος