Συγκλονιστική η περικοπή του ευαγγελίου
"Κατά Λουκάν η' 41-56"
"Θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός"
"Τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων;"
Πόσο παράξενα ακούγεται η ερώτηση αυτή στα αυτιά των μαθητών!
«Κύριε ο όχλος μας συνθλίβει και εσύ ρωτάς ποιος σε άγγιξε;».
Μια γυναίκα αιμορροούσα, που σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής η χρόνια πάθησή της την καθιστά ακάθαρτη, και ουδείς θέλει σχέση μαζί της…
Αυτή η γυναίκα, η Βερονίκη, που ποτέ δεν θα τολμούσε να απευθύνει τον λόγο στον Κύριο μας, με την ακλόνητη πίστη ότι Εκείνος θα τη θεραπεύσει,
αυτή η γυναίκα αγγίζει τα ιμάτιά του. Μόνο τα αγγίζει κι Εκείνος την ίδια στιγμή νιώθει πως από μέσα του εξέρχεται δύναμη θαυματουργική.
Και ενώ το θαύμα συντελείται καθώς, όπως λέγει ο ευαγγελιστής, «ἐξηράνθη ἡ πηγή τοῦ αἵματος αὐτῆς»,
ο Κύριος στρέφεται προς τον όχλο και λέει:
«Τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων;»
Γνωρίζει ο Κύριος, μα ρωτά γιατί θέλει να βγάλει από την ανωνυμία την γυναίκα αυτή και να την αξιώσει να έρθει σε προσωπική συνάντηση μαζί Του.
Ο τρόμος κατακλύζει την Βερονίκη όταν αντιλαμβάνεται ότι ο Ιησούς την αναζητά με το θείο βλέμμα του.
Πέφτει στα πόδια του κι εκεί ακουμπά το πάθος της.
Δώδεκα ολόκληρα έτη αιμορραγεί και στην προσπάθειά της να βρει τη θεραπεία δαπανά όλη της την περουσία στους γιατρούς.
Μα όχι μόνο δεν ωφελείται αλλά η κατάσταση της υγείας της χειροτερεύει.
Η φράση του ευαγγελιστή «καί πολλά παθοῦσα ὑπό πολλῶν ἰατρῶν» αποτελεί αιχμή σε βάρος των ιατρών της εποχής
που αδυνατούσαν να θεραπεύσουν την πάσχουσα γυναίκα. Σημειώνεται ότι ο Λουκάς στο ευαγγέλιο του εκφράζεται, στο σημείο αυτό,
με περισσότερη επιείκεια καθώς ήταν και ο ίδιος ιατρός.
Η τελευταία ελπίδα της Βερονίκης είναι το θαύμα.
Έχει περιέλθει σε αδιέξοδο τραγικό και αυτό είναι που τη λυτρώνει.
Η στείρα, ανθρώπινη λογική παραγκωνίζεται και η πίστη κυριαρχεί.
Έχει ακούσει ότι Εκείνος θαυματουργεί.
Δεν έχει δει…έχει ακούσει. Και εισχωρεί στο πλήθος και Τον αγγίζει και το θαύμα συντελείται καθώς, όπως λέγει ο ευαγγελιστής, «ἐξηράνθη ἡ πηγή τοῦ αἵματος αὐτῆς».
Κι όταν ο Κύριος ακούει την ιστορία που ήδη γνωρίζει δεν την επιπλήττει που τον άγγιξε, όπως η ίδια περιμένει να κάνει, μα την βγάζει από την ανωνυμία και την ονομάζει κόρη του και την ευλογεί, επισημαίνοντάς της πως η πίστη της ήταν αυτή που την έσωσε.
Κι ύστερα θα δούμε τη Βερονίκη να ακολουθεί τον Κύριο και λυτρωτή της, στην πορεία προς τον Γολγοθά.
Η αγάπη της προς τον Κύριο κυριαρχεί και το ανθρώπινο στοιχείο του φόβου απαξιώνεται, όπως κάποτε απαξιώθηκε και παρακάμφθηκε η λογική της
και κυριάρχησε η πίστη της στη θαυματουργική Του δύναμη.
Δεν φοβάται τους στρατιώτες, δεν τη νοιάζει τι θα πούν οι άλλοι. Με πόνο πολύ στην καρδιά, περνά ανάμεσα από το πλήθος που αλαλάζει, που δικάζει,
που ετυμηγορεί, που φθονεί, ποθώντας να ξεκουράσει τον λυτρωτή της. Κι όταν έρχεται κοντά στον Κύριο, σκουπίζει το Άγιο πρόσωπό Του με το μαντήλι της.
Η Ιερά Παράδοσή αναφέρει, πως η μορφή του Κυρίου αποτυπώνεται τότε στο μανδήλιο αυτό που γίνεται από τότε, το “Ιερόν Μανδήλιον”.
Η Αγία Βερονίκη, με την πίστη που θεμελιώνει και με την αγάπη προς τον Κύριο που τους φόβους παραμερίζει και χαριτώνει,
τιμάται από την Ορθόδοξη Εκλησία,
στις 12 Ιουλίου.