Μενού
Το πρώτο λάδι

 

«Το πρώτο λάδι από τις ελιές μας, το καλύτερο , το αγουρέλαιο με το βαθύ πρασινωπό χρώμα και το δυνατό άρωμα , στην Παναγία το πρόσφερε ο παππούς. Και έκαιγε η φλόγα μέσα στο διάφανο γυαλί σαν προσευχή ιερή και φώτιζε το πρόσωπο της Μεγαλόγαρης και όλων των Αγίων .

Ένα βράδυ , η μάνα μου με είχε μαλώσει πολύ, γιατί όλη τη μέρα δεν είχα «γλωσσιάσει» το φαγητό , αφού και λιγόφαγη ήμουν και κακόφαγη , όπως έλεγε.Καθόμουν έτσι, παραπονεμένη και κλαμμένη σε μια γωνιά και κοιτούσα τον παππούλη μου που είχε έρθει από το λιοτριβιό φέρνοντας μαζί του και αγουρέλαιο. -Έλα Μαριγώ , πάρε να ανάψεις το καντήλι , της κυρα-Παναγιάς! είπε στη γιαγιά ενώ εκείνος

κάθισε στο στρωμένο τραπέζι , πήρε στα χέρια του το ζυμωτό καρβέλι , το ξυλοφουρνισμένο , το σταύρωσε κι έκοψε μια φέτα . Σηκώθηκε, και την καψάλισε λίγο , εκειδά στο τζάκι κι ύστερα ξανακάθισε , τη λάδωσε με το φρέσκο λάδι, την αλάτισε και τη ριγάνωσε. Έκαμε το σταυρό του.

«Άντε ! καλοφάγωτο!» ευχήθηκε.

«Και του χρόνου, νάμαστε καλά» ευχήθηκαν κι η γιαγιά μου με τη μάνα μου .... κι ο παππούς ετοιμάστηκε να φάει τη λαδωμένη φέτα .

Μα πάνω που πήγε να τη βάλει στο στόμα του , με έπιασε το μάτι του να τον κοιτώ αμίλητη και παραπονεμένη. Κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Ήξερε από άλλα βράδια. Μου απλώνει τότε το χέρι, μου δίνει το ψωμί με το λάδι και μου λέει:

«Φάε απ´ αυτό και θα ιδείς .»

Πήρα τη φέτα, την εκοίταξα μια φορά και το αποφάσισα να τη φάω, αφού μου το ´λέγε ο παππούς, με αυτό το χαμόγελο, το αγαθό, που φαινόταν σα φωτεινή ζωγραφιά , κάτω από το μεγάλο του μουστάκι . Την έφαγα γρήγορα, κόβοντας μεγάλες μπουκιές κι όταν τέλειωσα, έτρεξα στο μέρος του και του φίλησα το άγριο και ροζιασμένο του χέρι. Τότε και να με ρωτούσε κανείς, δεν ήξερα να του πω γιατί το έκανα αυτό. Τώρα όμως ξέρω. Ξέρω πως με το ελαιόλαδο, το ιερό , το τιμημένο, γαλήνεψε το μέσα μου και μου ´δωσε γλύκα και ηρεμία και ύπνον ελαφρύ και ευλογημένο.»

Από το αγαπημένο ημερολόγιο,

«Μέσα στο χρόνο περπατώ»

Τίνα Βλασταράκου-Μεταξά

Εκδόσεις Θύρα