Την άλλη μέρα ξημέρωσε του Αγίου Αντρέα.
Μας ετοίμασε η μάνα και εμένα και τον αδελφό μου, να πάμε στην εκκλησιά.
Η γιαγιά με τον παππού είχανε πάει πριν το χτύπημα της καμπάνας.
Ήθελαν να προλάβουν το νεωκόρο, τον Λάζαρο, να ανάψει τα καντήλια με το πρωτόλαδο από τα χωράφια με τις ελιές τους.
Τούτη την προσφορά την πήγαιναν με ευβλάβεια στον οίκο του Θεού, κάθε χρόνο τη μέρα εκείνη.
"Με τη γιορτή τούτου του 'Αγιου, έλεγαν, τελειώνουν κι οι δουλειές του Φτινοπώρου. Για τούτο και πρέπει να τον ευχαριστάμε με κάθε τρόπο".
Ο παπα-Φιλάρετος όταν τέλειωσε η λειτουργιά, κει που μοίραζε το αντίδωρο λέει:
«Κι εσείς νοικοκυράδες μου, που ‘χετε τούτες τις μέρες το πρώτο λάδι στο σπιτικό σας, μη ξεχαστείτε να φτιάξετε τηγανίδες σήμερις, στη γιορτή του Αγίου.
Και μην τις φάτε ούλες… Να δώκετε και σε κανέναν φτωχό. Τούτο που σας λέγω, δεν το λέγω από μόνος μου. Ο ‘Αγιος το λέγει. Γιατί αλλιώς, λέγει, θα σας τρυπήσει το τηγάνι. Σας το'χω πει ότι είναι Τρυποτηγανάς, για όσους δε μοιράζονται τα αγαθά του Θεού με τον πλησίον».
Το κρύο είχε γίνει ξαφνικά τσουχτερό κι ο παππούς, στον δρόμο για το σπίτι είπε, γελώντας με ένα γέλιο που είχε γίνει ένα με την κόκκινη του μύτη:
«Ο Αγια-Αντρέας αντρείεψε και το κρύο αλλά και τη νύχτα. Παρατήρα να ιδείς για πότε θα νυχτώνει από δω και μπρος. ‘Οσο για τα κρύα του χειμώνα; Ούλα μπροστά μας είναι. Ξύλα να ‘χουμε να καίμε και πολλά κουράγια για παραμύθια».
Με το που γυρίσαμε στο σπίτι, η γιαγιά έψησε τους καφέδες, τους σέρβιρε, ήπιε δεν ήπιε μια γουλιά από τον δικό της κι έβαλε τηγάνι. Μέχρι να κάψει το λάδι έκανε καιι το κουρκούτι.
-Γιαγιά τι θα κάνεις τώρα;
-Δεν άκουσες μάτια μου τον παπα Φιλάρετο; Τηγανίδες θα κάμω με το πρώτο λάδι από τις ελιές μας.
Το’φεραν εψές ο πατέρας σου με τον παππού σου. Κι είναι ένα λάδι! Μμμμ! Μπριλάντι. Και διαμάντι!
Ο παππούς την άκουγε και κρυφοκαμάρωνε, πότε ρουφώντας τον καφέ του και πότε στρίβοντας το άσπρο του μουστάκι.
-Και θα τις φάμε, γιαγιά, τις τηγανίδες;
-Αν θα τις φάμε, λέει; Εμ, τι θα τις κάνουμε; Θα κάτσουμε να τις κοιτάμε; Αλλά πριν τις φάμε θα πάμε μέχρι την Ευδοξούλα και τα μικρά της. Τον Θανασάκη και τη Μεροπίτσα.
Κι όταν η γιαγιά έφτιαξε τις τηγανίδες, τις έλουσε με μέλι και τις πασπάλισε με καρύδι, τις έβαλε στο πιάτο, το βαθύ, το τσίγκινο κι ύστερα μου τις έδωσε να τις κρατώ.
Μου φοράει το σκουφί, τυλίγεται κι εκείνη στο μάλλινο το σάλι της και με ένα μεγάλο μπουκάλι με λάδι κάτω από την ποδιά της, με παίρνει και πάμε στο σπίτι της χήρας της Ευδοξούλας.
Η Ευδοξούλα έσκυψε να φιλήσει το χέρι της γιαγιάς, μα εκείνη το τράβηξε απαλά κι έσκυψε και φίλησε την Ευδοξούλα στο μέτωπο.
-Μη διστάσεις κόρη μου. ‘Ο,τι χρειαστείς εδώ είμαστε. Μη διστάσεις, της είπε.
Και κάθε φορά που είναι του Αγια Αντρέα του Τρυποτηγανά, έχω να θυμάμαι τις μελωμένες τηγανίτες, την Ευδοξούλα και τον Θανασάκη με τη Μερωπίτσα, που μικρούλια όπως ήταν, έγλειφαν τα δάχτυλά τους καθώς έτρωγαν τις τηγανίτες με τα μέλια. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι έκανα κι εγώ το ίδιο.
Πολλά χρόνια μετά, βρεθήκαμε με τον Θανασάκη, που είχε γίνει πια, Αθανάσιος τάδε και καθηγητής καρδιολογίας.
-Η γιαγιά σου, ήταν λεβέντισσα, μου λέει, εκεί που πίναμε τον καφέ μας. Κι ο παππούς σου; Κι εκείνος λεβέντης ήταν! Αυτό που είμαι σήμερα το οφείλω και σε κείνους.Τίποτα δεν μας έλειψε από τότε που πέθανε ο πατέρας μου. Ρούχα, παπούτσια, τετράδια, γιατρούς και φάρμακα όποτε χρειάζονταν, εκείνοι τα πλήρωναν όλα, λες κι είμαστε αληθινά τους εγγόνια. Και το λάδι, το πρωτόλαδό σας, από τις ελιές σας, πρώτα η Παναγία το δοκίμαζε κι ύστερα εγώ με την αδελφή μου, με τις τηγανίτες που’φτιαχνε η γιαγιά σου, του Αγια-Αντρέα του Τρυποτηγανά. Έτσι λέει ο Θανάσης και γελάει και δακρύζει μαζί.
-Και σε κείνους δεν έλειψε το λάδι ποτέ, Θανάση μου. Όσο το μοίραζαν εκείνοι, τόσο εκείνο ξεχείλιζε, όπως ξεχείλιζε και η καρδιά τους από αγάπη, του λέω και συγκινούμαι κι εγώ με τούτη τη βαριά κληρονομιά.