Μενού
Κουνουπίδι Καπαμάς

-Κυρ Αγαθή, κυρ-Αγαθή!

-'Ελα από το άλλο μου τ’αυτί! Απαντούσε η κυρ Αγαθή από την Αρμενία, που έμενε στο ισόγειο της οδού Ιάσονος στο Περιστέρι. Δύο χρονών κοριτσάκι ήτανε δεν ήτανε όταν ήρθε πρόσφυγας από εκεί. Κι όταν εγώ τη γνώρισα ήταν πια εξήντα πέντε χρονών και βάλε και ζούσε μαζί με τη μάνα της, μια γριούλα με κατάλευκα μαλλιά που όλο χαμογελούσε. Δεν θυμάμαι το όνομά της, αλλά θυμάμαι που ο πατέρας μου την έλεγε ‘’κουκούλι’’ γιατί του φάνταζε τόσο λευκή και λαμπερή σαν τα ρούχα τα πεντακάθαρα και τα φρεσκοπλυμμένα που έχουν περάσει από σαράντα κύματα κι ύστερα τα ‘χει δει ο ήλιος και τά’χει λάμψει. Σάμπως κι εκείνη από τα σαράντα κύματα δεν είχε περάσει; Κι ύστερα αφού την εξάγνισαν οι κακουχίες τη φώτισε και τη ζέστανε ο ήλιος της ασφάλειας.

-Κυρ-Αγαθή, κυρα-Αγαθή!

-Έλα από τ’άλλο μου τ’αυτί  κι άνοιξε και μπες κοκονάκι μου! φώναξε εκείνο το μεσημέρι.

Δεν έχει όρεξη για παιχνίδι σκέφτηκα, αφού με είχε συνηθίσει να αλλάζει  γνώμη για το αυτί , δηλαδή το  πορτάκι που θα μου άνοιγε για να μπω στο σπιτάκι της, πάνω από πέντε φορές. Τη βρίσκω στο μικρό της κουζινάκι με τα κουρτινάκια και τα κρεμασμένα κατσαρολικά, σκυμμένη πάνω από ένα μικρό μπακιρένιο τσουκάλι που σιγόβραζε στη φωτιά..

-Τι μαγειρεύεις κυρ Αγαθή, εκεί; τη ρωτάω.

-Κουνουπίδι καπαμά, μπρε! Θα κάτσεις να σε κάνω το τραπέζι; μου λέει.

-Και τι είναι ο καπαμάς, κυρ Αγαθή;

-Τι να είναι ο καπαμάς; Το φαγητό που το βάζουμε να βράσει με μπαχάρια κι ύστερα το σκεπάζουμε. ‘’Καπαμάκ’’ λέγανε οι Τούρκοι όταν θέλανε  να πούνε ‘’σκεπάζω’’.  Κι εγώ τώρα τσιγάρισα το κουνουπίδι με κρομμυδάκι, τού’ριξα την κανέλλα του, το γαρυφαλλάκι του και το μπαχάρι του και πελτεδάκι, το καπάκωσα και σε λίγο θα ναι έτοιμο. Έτσι το'καμε και η νενέκα μου, μπρε που 'ρθε νύφη από την Πόλη. 

Όταν μεγάλωσα λίγο, κατάλαβα πως η κυρ Αγαθή  ήτανε μισή Πολίτισσα και μισή Αρμένισσα. 

-Κι είναι νόστιμο κυρ-Αγαθή, αυτό το φαγάκι; τη ρωτώ, ενώ έχω ήδη αρχίσει να το λιγουρεύομαι αφού η κανέλλα και το μπαχάρι είχαν πλημμυρίσει τον χώρο με εγκάρδια και φιλόξενα συναισθήματα.

-Αν είναι νόστιμο, λέει;  Με το που θα το βάλεις στο στόμα θα τη δεις τη νοστιμιά κοκονάκι μου. Γλυκιά και αρμυρή, κανελλένια και μπαχαρένια. Βουτάς και ψίχα ψωμάκι στην πελτεδένια σαλτσούλα, πίνεις και μια γουλιά κόκκινο κρασάκι και δοξάζεις τον Θεό  που μας έδωσε και σήμερα τον σίτον, τον οίνο και το έλαιον και ευφράνθηκε η καρδούλα μας.

'Ολα ετούτα τα έλεγε με μια στωικότητα και μια ευτυχία στη φωνή, η κυρ Αγαθή. Γιατί και στωικός άνθρωπος ήταν και λαμπερή έδειχνε να είναι, σαν τη μανούλα της ‘’το κουκούλι’’, που την είχε αγκαλιά κι έφευγε με το καρδιά βουτηγμένη στο πένθος και στον φόβο από τη γη της Αρμενίας, έχοντας δει τον άντρα της  να τον σκοτώνουν οι Τούρκοι μα και χιλιάδες συμπατριώτες της  να πνίγονται στα  ποτάμια, να καίγονται ζωντανοί και να σταυρώνονται από αυτούς. Άντεξε αυτό που συνέβαινε με απίστευτη στωικότητα. Κι έτσι το άντεξαν όλοι αυτοί που έφυγαν από εκείνα τα μέρη. Μα πλούσιοι, μα φτωχοί ήρθαν εδώ και δεν γκρίνιαζαν για την κακουχία τους, για τη φτώχεια τους, για τον ξεριζωμό τους. Υπέμεναν τις λύπες γιατί ήξεραν ότι είναι μέρος του παιχνιδιού και χαίρονταν με μέτρο στις χαρές γιατί ήξεραν πως και αυτές είναι παροδικές. Μα το πιο όμορφο ήταν η ευγνωμοσύνη  που ένιωθαν με τα μικρά  και τα καθημερινά, που τα έντυνε η ασφάλεια, η αφοβία, το σιγούρεμα και η απουσία του κινδύνου. Έτσι κι η κυρ Αγαθή ήταν χαρούμενη που είχε μαγειρέψει το κουνουπίδι καπαμά κι έκανε τον σταυρό της με μεγάλες ευλαβικές κινήσεις, που έμοιαζαν να θέλουν να αγκαλιάσουν τον Θεό από την  ευγνωμοσύνη που ξεχείλιζε μέσα της, πριν αρχίσουμε να τρώμε οι τρεις μας… εγώ, εκείνη και η μανούλα της,  το ‘’κουκούλι’’, σε εκείνο το μεσημεριάτικο τραπέζωμα με το κουνουπίδι καπαμά.

(Πώς γίνεται κάθε φορά που μαγειρεύω να ανασύρω μνήμες του πολιτισμού του φαγητού, που μου γνώρισαν οι άνθρωποι που πέρασαν από τη ζωή μου; Ίσως γιατί το φαγητό πάντα θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κουλτούρα του τόπου που γεννιέται καθένας από μας και οι γεύσεις θα είναι ανάλογες της λύπης, της χαράς, του καημού και του πόνου).

 

ΚΟΥΝΟΥΠΙΔΙ ΚΑΠΑΜΑΣ

ΣΥΝΤΑΓΗ

ΥΛΙΚΑ

1 κουνουπίδι

3 πατάτες, μέτριες

2 κρεμμύδια, μέτρια

2 κ.σ. ελαιόλαδο

αλάτι

400 γρ. ντομάτα κονκασέ

1 κ.γ. κανέλα και ένα ξύλο κανέλας ακόμη

1/4 κ.γ. γαρίφαλο

πιπέρι

Για το σερβίρισμα

λίγο μαϊντανό ψιλοκομμένο

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Σωτάρουμε στο ελαιόλαδο, το κρομμυδάκι κομμένο σε καρέ με τα μπουκετάκια του κουνουπιδιού.

Σβήνουμε με το κονκασέ και προσθέτουμε κανέλλα, γαρύφαλλο πιπέρι και αλάτι. Χαμηλώνουμε το μάτι στο μισό και αφήνουμε το κουνουπίδι να σιγοβράσει μέχρι να τρυπιέται. Στο σημείο αυτό δυναμώνουμε τη φωτιά  μέχρι να πήξει η σαλτσούλα.

ΣΕρβίρουμε με ψιλοκομμένο μαϊντανό, ψωμάκι φρέσκο και χωριάτικο και λίγο κόκκινο ή ροζέ κρασάκι.

ΚΟΥΝΟΥΠΙΔΙ ΤΟ ΩΦΕΛΙΜΟ

Το σταυρανθές λαχανικό περιέχει πολλές βιταμίνες του συμπλέγματος Β (Β1, Β2, Β3, Β6 και φυλλικό οξύ,

καθώς και βιταμίνες C, K και E.

Επίσης περιέχει πολλά σημαντικά μεταλλικά στοιχεία, όπως ασβέστιο, μαγνήσιο, φώσφορο, κάλιο και μαγγάνιο.

Και είναι μία από τις πλουσιότερες πηγές φυτικής πρωτεΐνης. Η ποσότητα λίπους που περιέχει είναι ελάχιστη.

Μαζί με την πρωτεΐνη, το λαχανικό αυτό περιέχει μεγάλη ποσότητα φυτικών ινών και λιπαρών οξέων Ωμέγα-3.