Και τις δυο μου τις γιαγιάδες τις αγαπούσα πολύ. Και τη Μαριγώ από την Αγάλω της Αρκαδίας και την Σταματίνα από τη Μάνη. Το συγύρισμά τους μέσα στην κουζίνα, ήταν πάντα πολύωρο γι αυτό και οι εικόνες που καταγράφτηκαν στα δεφτέρια του μυαλού ήταν πολλές. Για εκείνες, το μαγείρεμα σήμαινε οικογένεια, πρόγραμμα, οικονομία, νοστιμιά, εξυπνάδα, μοίρασμα του πόνου αλλά και της χαράς. Με τα χρόνια, ο τρόπος που μαγείρευαν, ο παραδοσιακός, έγινε και δικός μας τρόπος. Και σα να μου φαίνεται, πως αυτό έγινε πολύ μυστικά και χωρίς να το καταλάβουμε, γιατί, ποτέ δεν μας είπαν να πάμε να κάτσουμε εκεί δίπλα που μαγείρευαν, να μάθουμε πώς κάνουν την κάθε μαγερειά, όπως την έλεγαν. Συνέβη όμως, να μάθουμε το καθετί που έφτιαχναν κι έτσι η παράδοση να περάσει στο αίμα μας, σαν...μαζί με όλα τα άλλα, να μας γαλούχηζαν και με αυτήν. Παράξενο μα... μου φάνηκε, πως ξυπνήσαμε ένα πρωινό που τα χρόνια είχανε περάσει και διαπιστώσαμε πως τίποτα από όσα είχαμε δει να φτιάχνουν οι γιαγιάδες μας, δεν είχαμε ξεχάσει. Τουναντίον.
Και οι δυο οι γιαγιάδες μας έφτιαχναν πίτες τραβηχτές. Αλλά...τις τραβηχτές στο τηγάνι, με χορταρικά και μάραθα, τίς μάθαμε από τη γιαγιά τη Μανιάτισσα. Ο μάραθος στον Μοριά, ετούτη την εποχή υπάρχει παντού. ‘Οπου και να περπατήσει κανείς κι όπου κι αν σταθεί, μαζεύει αγκαλιές από αυτόν. Κι έτσι η γιαγιά μας η Σταματίνα, κάθε που ερχότανε ο Απριλομάης, τον έβαζε κι εκείνη παντού και προπάντων στις χορτόπιτες τις τραβηχτές, γιατί μας έλεγε πως ήταν χορτάρι που και νοστίμιζε και χόρταινε. Κι όταν μεγάλωνε τα πολλά παιδιά της, μόνο ό,τι τα χόρταινε, έπρεπε το μυαλό και το δικό της μα και των άλλων γυναικών, να επινοεί. Οι πίτες της, οι τραβηχτές, με τα χορταρικά και τα μάραθα, δεν είχαν τυρί μέσα, γιατί, όπως έλεγε και η άλλη μου η γιαγιά, η Μαριγώ, «το τυρί το λένε τήρατο». Και εννοούσαν, πως έπρεπε να τρώμε τόσο λίγο…ίσα που να δοκιμάζουμε, γιατί τα χρόνια εκείνα, δεν ήταν δα σαν και τα σημερινά. Τα μεγάλα πνεύματα των δύο γιαγιάδων, βλέπεις, συναντιόταν σε μία κοινή πορεία, της τότε ελληνικής οικονομίας, όπου η ένδοια μάστιζε τα νοικοκυριά.
‘Ετσι, η κυρα Σταματίνα, έπαιρνε μικρά κομμάτια από το ζυμάρι που είχε ζυμώσει με σκληρό αλεύρι κι άνοιγε μικρά φυλλαράκια, ίσα που να χωρούν δυο κουταλιές από τα τσιγαριασμένα της χορταρικά, σπανάκι, σέσκουλο, μυρώνι, κρεμμυδάκι και μπόλικο μάραθο. ‘Υστερα τα έκλεινε λες και ήτανε μακρόστενα φακελάκια και τά’ριχνε στο καυτό το λάδι.
Τη γεύση τους, ποτέ δεν τη λησμονήσαμε κι ας ήτανε πεντάρφανες, από τυριά κι από αβγά, οι τραβηχτές πιτούλες της γιαγιάς μας.
Τη γιαγιά τη Μαριγώ, τη θυμάμαι, στη Ζάτουνα, τα Σάββατα που ζύμωνε, να κάνει τραβηχτές, από το περίσσευμα της ζύμης του ψωμιού. Κι έκαμε τις πιο πολλές σκέτες και τις πιο λίγες με φέτα από το βαρέλι κι ύστερα τις έψηνε στην πέτρα του φούρνου. Άλλη νοστιμιά. Κάθε ψήσιμο είχε τη δική του χάρη.
Εμείς πάντως, σήμερα, με τις χορτόπιτες τις τραβηχτές, καταπιαστήκαμε και τις κάναμε και ορφανές μιας και είναι ημέρα Τετάρτη.
Μα κι αν ήταν ορφανές,είχαν ετούτες οι πιτούλες μέσα τους, κλεισμένη όλη τη μοραΐτικη νοστιμιά.
Αγαπώ να μοιράζομαι μαζί σας, φίλοι μου, καθετί το παραδοσιακό, γιατί αγαπώ την παράδοση και νιώθω ευγνώμων, που οι πρόγονοι μας ακούραστα την έφτασαν μέχρι και σε μας και μάς την παρέδωσαν.
Γιατί η παράδοσή μας, είναι η ταυτότητά μας, είναι η ιστορία μας, οι ρίζες μας, η ζωή μας η ίδια,το νόημά και η ευγένειά της. Ας την κρατήσουμε κι ας τη συνεχίσουμε.
Οι φωτογραφίες είναι του Ν. Μεταξά.
Συνταγή για 10 τραβηχτές χορτόπιτες
Για το ζυμάρι
600 κιλό αλεύρι σκληρό ( μπλε αγ. Γεωργίου)
¾ φλ. τσαγιού λάδι
1 σφηνάκι τσίπουρο
Μια πρέζα αλάτι
1 ½ φλ. τσαγιού νερό
Ζυμώνουμε τη ζύμη για λίγο, μέχρι να γίνει μια μπάλα που να μην κολλάει στα χέρια αλλά να έχει και ελαστικότητα.
(Πολλές φορές οι ζύμες χρειάζονται λίγο αλευράκι για να ξεκολλήσουν αλλά πάντα με προσοχή).
Γέμιση
Μια χεριά σπανάκια (όταν λέμε χεριά, εννούμε, όσα μπορεί να κλείσει η μια παλάμη μας)
Μια χεριά σέσκουλα
1 ματσάκι μυρώνια
1 μάτσο μάραθα
1 ξερό κρεμμύδι, μέτριο
2 κρεμμυδάκια φρέσκα
½ φλ. τσ. λάδι
Πλένουμε τα χορταρικά τα κόβουμε σε κομμάτια λίγο πιο μεγάλα από την ψιλή μαρουλοσαλάτα κι ύστερα τα περνάμε από το τηγάνι και τα σωτάρουμε σε μισό φλιτζάνι ελαιόλαδο και σε μέτρια φωτιά, τουλάχιστον 3-4’. Τραβάμε το τηγάνι από τη φωτιά και ρίχνουμε τη γέμιση σε γυάλινο μπολ για να κρυώσει πιο γρήγορα, στραγγίζοντας από τα υγρά που έχουν απομείνει. Όταν κρυώσει, βάζουμε ένα άλλο τηγάνι με μπόλικο λάδι -προτιμάμε το ηλιέλαιο- να κάψει, ενώ ταυτόχρονα ανοίγουμε μικρά φύλλα από τη ζύμη, επάνω σε αλευρωμένη επιφάνεια. Τα φύλλα αυτά πρέπει να έχουν διάμετρο όσο το άνοιγμα της παλάμης μας, από τον αντίχειρα έως την άκρη του μεσαίου. Ουσιαστικά χωρούν δυο κουταλιές γέμιση στη μέση κι ύστερα κλείνουν σαν φάκελος, πρώτα με τα πλαϊνά που είναι κενά( το ένα κολλάει επάνω στο άλλο) κι ύστερα πάνω και κάτω. Πατικώνουμε όλες τις άκρες κι όταν βεβαιωθούμε ότι κόλλησαν τις πιάνουμε από τη μια, τις τραβάμε με προσοχή από την άλλη και τις ρίχνουμε στο λάδι που έχει κάψει. Με δυο πιρούνια ελέγχουμε το ψήσιμο και το χρώμα και αφού γυρίσουμε και από την άλλη πλευρά, εκεί προς το τέλος, τρυπάμε σε δυο ή τρεις μεριές για να πάει το ψήσιμο του λαδιού μέχρι μέσα και να νοστιμίσει πιο πολύ. Βγάζουμε με τα πιρούνια την τραβηχτή, την ακουμπάμε σε απορροφητικό χαρτί και συνεχίζουμε με τις υπόλοιπες.
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!