Πότε ήταν στις δόξες τους, πότε ήρθαν στα τελειώματά τους, ούτε που το κατάλαβα. Νοέμβρη φάγαμε το πρώτο και να που φτάσαμε στον Φλεβάρη και δεν το πήραμε χαμπάρι. Είναι από τα φρούτα που αγαπώ πολύ. 'Ισως γιατί τα αρώματά του με αρπάζουν πάντα πριν από τη γεύση του και ανασύρουν από της μνήμης τα δρομάκια, φιγούρες παιδικές να παίζουν την ώρα του διαλείμματος με τις φλούδες, σπάζοντάς τες σε χίλια αρώματα που έτσουζαν τα μάτια, προκαλώντας γέλια και κλάματα μαζί. Θυμάμαι εκείνη τη φορά, στη Β' δημοτικού, που είχα πάρει εννιά στην ορθογραφία κι έκλαιγα απαρηγόρητη, γιατί ποιος την άκουγε την κυρα Αγγελικούλα, λες κι εκείνη τα έπαιρνε όλα άριστα. Με βλέπει η δασκάλα μου, η κυρία Κλειώ, να κλαίω πάνω από το τετράδιο και να το έχω μουσκέψει τόσο πολύ, που άνοιξε μια μεγάλη τρύπα αφού σκούπιζα διαρκώς τα δάκρυα με το χέρι μου.
-Τι έπαθες Σταματίνα μου, με ρωτάει ανήσυχη.
Της λέω τι έπαθα μέσα σε αναφιλητά, με κοιτάει, μένει για λίγο σκεπτική κι ύστερα χαμογελάει παίρνοντας το τετράδιό μου και γράφει δυο αράδες για τη μαμά μου.
«Σας παρακαλώ πολύ μην τη μαλώσετε για το εννιά. Είμαστε άνθρωποι και κάνουμε και λάθη».
Κλείνει το τετράδιο και ακουμπάει το τετράδιο στο θρανίο. Το κουδούνι χτυπάει για διάλειμμα κι εκείνη πάει στην έδρα της. Βάζει το χέρι μέσα στην τσάντα της και βγάζει ένα μανταρίνι πορτοκαλί πορτοκαλί. Η τάξη έχει αδειάσει κι εκείνη μου κάνει νόημα να πάω κοντά της.
-Κοίτα, μου λέει και μου δείχνει το μανταρίνι. Μου το ‘δωσε η μανταρινιά μου, σήμερα το πρωί και μου είπε, άμα δω κάποιο παιδάκι να κλαίει, να του το δώσω. 'Ελα πάρε το και πήγαινε να παίξεις. Δεν πειράζει να κάνουμε λάθος. Πειράζει να μην μαθαίνουμε από αυτό.
'Ετσι μου είπε η καλή μου η δασκάλα, η κυρία Κλειώ, ο πιο τρυφερός άνθρωπος που γνώρισα στα πιο τρυφερά μου χρόνια.
Ίσως και να ήταν και το μοναδικό δεκατιανό που είχε. Βλέπεις τα χρόνια ήταν πολύ φτωχά και οι δάσκαλοι πρωτοστατούσαν, όπως πάντα, στους πενιχρούς μισθούς.
Βγήκα έξω στον χειμωνιάτικο ήλιο με την καρδιά ξαλαφρωμένη και άρχισα να ξεφλουδίζω το μανταρίνι παρηγορώντας τη στενοχώρια μου με τα αρώματά του που καθάριζαν το ταλαιπωρημένο μου μυαλουδάκι, από το λάθος της ορθογραφίας και από εκείνο το μεγαλοπρεπές εννιάρι, που είχε φέρει μέσα μου το τέλος του κόσμου. Κι όταν το έφαγα ένιωσα αυτή του την σπιρτάδα να καίει το λάθος της ορθογραφίας και να μου ζωντανεύει την όρεξη και τη χαρά για το παιχνίδι.
Τα χρόνια πέρασαν κι εγώ μεγάλωσα αρκετά, μα ποτέ δεν ξέχασα εκείνον τον τρυφερό άνθρωπο, την κυρία μου την Κλειώ, που έφυγε απρόσμενα και ήσυχα, ένα ανοιξιάτικο πρωινό, την ώρα του σχολικού διαλείμματος.
Μανταρίνι και παρηγοριά από τότε έγιναν ένα στο μυαλό μου και…για του λόγου το αληθές, η επιστήμη υποστηρίζει πως αυτός ο μικρός, πορτοκαλί θησαυρός, εκτός από τα αναρίθμητα οφέλη που κουβαλά στους χυμούς του, έχει και καταπραϋντική και ηρεμιστική δράση ακόμα και στις βασανιστικές αϋπνίες, χάρη στα άλατα του βρωμίου που περιέχει.
Καθώς το μανταρίνι, αυτός ο ευλογημένος καρπός, είναι πια στα τελειώματά του, κλείνοντας για άλλη μια φορά τον δικό του κύκλο, το αποχαιρετώ με ευγνωμοσύνη, που φώτισε και τούτη τη χρονιά τις μέρες μας με το πορτοκαλί του χρώμα. Κι ένα κέικ μανταρινένιο, φτιαγμένο με τους χυμούς του και το ξύσμα του, ενθουσιάζει τα μεγάλα μου παιδάκια, αφού κάθε του κομμάτι ξεχειλίζει από καθαρά αρώματα και έχει τη σπιρτάδα του υπέροχου μανταρινιού που μοιάζει να καίει τα λάθη, τα ορθογραφικά, αλλά και τα άλλα...και να γλυκαίνει το νου, με θύμησες τρυφερές.
ΤΒΜ
ΣΥΝΤΑΓΗ
250 γρ. βούτυρο ( Κερκύρας, Lurpac για πιο πλούσια γεύση ή Βιτάμ)
2 φλ. τσ. ζάχαρη
4 αβγά
1 1/2 φλ. τσαγιού χυμό μανταρινιού
500 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις
2 1/2 κουτ. γλ. μπέικιν
Ξύσμα 2 μανταρινιών
Χτυπάμε το βούτυρο και τη ζάχαρη μέχρι να ασπρίσουν.
Ρίχνουμε ένα-ένα τα αβγά, μέχρι να ομογενοποιηθούν.
Προσθέτουμε εναλλάξ το αλεύρι, στο οποίο έχουμε κοσκινίσει το μπέικιν, με το τον χυμό.
Τέλος ρίχνουμε το ξύσμα και ανακατεύουμε απαλά. Ρίχνουμε το μίγμα σε βουτυρωμένη και ελαφρώς αλευρωμένη φόρμα.
Ψήνουμε, οπωσδήποτε, σε προθερμασμένο φούρνο στους 175-180 βαθμούς, στον αέρα και για μια ώρα περίπου.