Μενού
"Σε πότισα ροδόσταμο..."

Την άκουσε που σιγοτραγουδούσε:

«Σε πότισα ροδόσταμο, με πότισες φαρμάκι».

'Ηξερε, πως αυτό η κυρα Μαριώ, το τραγουδούσε πόσα χρόνια τώρα, κάθε φορά που την έπιανε ο καημός για τον άντρα της, που έφυγε νωρίς.

Μπήκε στο καφενείο κι εκεί την είδε να μαδάει τα τριαντάφυλλα, για να δέσει ροδοζάχαρη.

-‘Ελα, κυρα Μαριώ μου, ψήσε έναν καφέ.

-Καλώς το, το αγόρι. Τι σεκλέτια σε τρώνε πάλι μωρέ;

-Ο εαυτός μου με τρώει. Αυτός και μόνο αυτός.

-Καλά το πας. Για λέγε.

-Τσακώθηκα με την Ευδοξία. Δεν μιλάμε δυο μέρες -τρεις μέρες τώρα και πάω να σκάσω.

-Πάλι; Αχ, μωρ' καημένε μου!

Σκέφτηκε μια στιγμή η κυρα Μαριώ κι ύστερα ανασκουμπώθηκε να ψήσει τον καφέ.

- Δεν πειράζει, λέει αποφασιστικά. Αγάπη χωρίς πείσματα δεν έχει νοστιμάδα. Κάμε εσύ το πρώτο βήμα και μίλα.

-Εγώ; Αφού εκείνη τα φταίει.

-Ναι…’Ακου που σου λέω. Κάμε εσύ το πρώτο βήμα. Τι θα σου κοστίσει μωρέ; Το πολύ πολύ να σου τσαλακωθεί λίγο ο εγωισμός σου. Χαρά στο πράμα.

-Μα δεν θα αλλάξει ποτέ; Είκοσι χρόνια τώρα, τα ίδια και τα ίδια.

-Και τι; Σάματις νόμιζες πως θα την αλλάξεις έτσι; Χωρίς να της μιλάς; Δεν αλλάζουν έτσι οι άνθρωποι, Ντίνο μου. Και δεν είναι και δική μας δουλειά να τους αλλάξουμε. Η δική μας δουλειά είναι να είμαστε το φως. Πρώτα για εμάς, ύστερα γι αυτούς που είναι γύρω από εμάς και πιο ύστερα για εκείνους που θα'ρθουν μετά από εμάς.

Γίνε εσύ ο ήλιος της Ευδοξίας σου, για να γίνει κι εκείνη η σελήνη σου…κι έτσι να φωτίσετε κι οι δυο τις νύχτες σας. Κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή παιδί μου. Τη θυσία που λένε. Άκου με και δεν θα χάσεις.

-Λες, έτσι νάναι ε;

-Ντίνο μου! ‘Ακου εδώ, καλό μου παιδί. Μην αφήνεις τον χρόνο να κυλάει με μούτρα και μαλώματα. Αδικοχαμένος χρόνος είναι. Να, έλα δω! Πάρε τούτα τα τριαντάφυλλα και στόλισε το τραπέζι σας και πάρε και τούτο το βαζάκι με τη ροδοζάχαρη, να φάτε κι οι δυο σας να γλυκαθείτε. Πικραμένος χρόνος, χρόνος χαμένος. Γλυκαμένος χρόνος, χρόνος κερδισμένος. Μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, Ντίνο μου, θα’χει περάσει η ζωή.

Και τι θα σού’χει μείνει; Η γλύκα ή η πίκρα; Εσύ διαλέγεις κι εσύ αποφασίζεις. Ας ζούσε κι εμένα ο Δημητρός μου και τ'ορκίζομαι πως πικρή κουβέντα δε θά'βγαζα από το στόμα μου ποτέ ξανά. Μα να... έτσι σκέφτομαι  και αναθαρρώ πως όταν θα πάω εκεί πάνω να τον έβρω...όλο Δημητρό μου και Δημητρό μου θα τον έχω.

………………………………………………………………………………………………………………………………..

 Μπήκε η Ευδοξία στο σπίτι, βαριά κι ασήκωτη με τα μούτρα ως το πάτωμα. Κοιτάει λοξά να δει τον Ντίνο και βλέπει ένα μπουκέτο με τριαντάφυλλα επάνω στο τραπέζι. Κοιτά και πιο λοξά και βλέπει στρωμένο το κοφτό τραπεζομάντηλο της προίκας της, στρωμένο. Εκείνη το’χε για τις μέρες τις καλές, μα δεν πρόλαβε να γκρινιάξει για τούτη την πρωτοβουλία του άντρα της, γιατί  της άρεσε τόσο πολύ που το είδε και σήμερα στρωμένο, μια μέρα καθημερινή. Της φάνηκε στο μέσα της, σα νά'χε το σπίτι τους γιορτή. Κι όταν κοιτάει ακόμα πιο πιο λοξά… βλέπει τον Ντίνο να λάμπει μέσα σε ένα χαμόγελο που έμοιαζε να το’χει κλέψει από τ’αστέρια.

-Ντίνο… ψελλίζει…

-Καλώς το, το κορίτσι μου, την καλωσορίζει εκείνος.

-Ντίνο…συγνώμη…ψελλίζει ξανά.

-Κι από μένα συγνώμη, που δεν κατάλαβα. Που δεν καταλαβαίνω χρόνια τώρα.

-Ντίνο, σε πίκρανα.

-Σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι, της λέει γελώντας.

Κι εγώ σε πίκρανα Ευδοξούλα μου. Αλλά η κυρα Μαριώ, μου έδωσε ροδοζάχαρη να φάμε, λέει, και να γλυκαθούμε και οι δύο για να γλυκάνουν έτσι κι ο χρόνος μας και τα χρόνια μας.

ΤΒΜ

Η συνταγή, στον σύνδεσμο: